Δευτέρα 22 Δεκεμβρίου 2014

Μερικές παρατηρήσεις για την ανεξαρτησία των Νόμων της Νευτώνειας Μηχανικής

Έλαβα χθες ένα πολύ ευγενικό mail από έναν φοιτητή στο Πανεπιστήμιο του Τέξας. Αφού με ευχαριστεί για τη δημοσίευση του άρθρου “Foundations of Newtonian Dynamics: An Axiomatic Approach for the Thinking Student”, λέγοντας πως του φάνηκε πολύ χρήσιμο και πως ελπίζει να ανήκει και ο ίδιος στους «σκεπτόμενους φοιτητές» του τίτλου, διατυπώνει ένα ερώτημα που αξίζει τον κόπο να παραθέσω, αφού αποτελεί ένα από τα πιο λεπτά σημεία της Νευτώνειας Μηχανικής.

Πριν απ’ όλα, δυο λόγια για το ίδιο το άρθρο: Πρόκειται για μια απόπειρα επαναδιατύπωσης (δεν θα τολμήσω να πω «αναθεώρησης») της αξιωματικής βάσης της Μηχανικής, έτσι ώστε η θεωρία να δομείται πάνω σε έναν ελάχιστο αριθμό ανεξάρτητων θεμελιωδών αρχών. Το συμπέρασμα είναι ότι οι Νόμοι του Νεύτωνα μπορούν να αντικατασταθούν από ένα διαφορετικό σετ δύο ανεξάρτητων αξιωμάτων, ως εξής:

Το πρώτο αξίωμα (Α.1) ενσωματώνει ταυτόχρονα την ύπαρξη αδρανειακών συστημάτων αναφοράς και την αρχή διατήρησης της ορμής για απομονωμένα συστήματα σωματιδίων. Το δεύτερο αξίωμα (Α.2) εκφράζει την αρχή της επαλληλίας για τις αλληλεπιδράσεις.

Ο Πρώτος Νόμος του Νεύτωνα (Νόμος της Αδράνειας) προκύπτει ως πόρισμα του Α.1. Στη συνέχεια, ορίζεται η έννοια της δύναμης ως ρυθμού μεταβολής της ορμής ενός σωματιδίου (F=dp/dt), πράγμα που αντιστοιχεί στον λεγόμενο Δεύτερο «Νόμο» του Νεύτωνα. Με βάση το Α.2, μια σύνθετη αλληλεπίδραση ενός σωματιδίου με άλλα σωματίδια περιγράφεται από ένα διανυσματικό άθροισμα δυνάμεων. Τέλος, με χρήση των Α.1 και Α.2, αποδεικνύεται ο Τρίτος Νόμος του Νεύτωνα (Νόμος Δράσης-Αντίδρασης).

Ένα παρόμοιο ερώτημα με αυτό του φοιτητή από το Τέξας απασχόλησε πολλούς μεγάλους Φυσικούς πριν από αυτόν, σε σχέση με τους ίδιους τους Νόμους του Νεύτωνα: Αφού, σύμφωνα με τον Δεύτερο Νόμο, το σύνολο των αλληλεπιδράσεων πάνω σε ένα σωματίδιο αντιπροσωπεύεται, ποσοτικά, από τη δύναμη F=dp/dt, στην περίπτωση ενός ελεύθερου σωματιδίου (που δεν υπόκειται σε αλληλεπιδράσεις) θα έχουμε ότι F=0, άρα dp/dt=0, άρα p=mv=σταθερό, άρα v=σταθερό. Δηλαδή, η ταχύτητα ενός ελεύθερου σωματιδίου είναι σταθερή. Μα, αυτό ακριβώς λέει ο Νόμος της Αδράνειας! Μήπως, λοιπόν, ο νόμος αυτός δεν είναι ένα ανεξάρτητο αξίωμα, αλλά απλά ένα πόρισμα του Δεύτερου Νόμου;

Λογικό το ερώτημα, όμως υπάρχει ένα λεπτό σημείο: Ποιος παρατηρητής δικαιούται να συμπεράνει ότι, αν η ορμή p του σωματιδίου είναι σταθερή, τότε το σωματίδιο είναι ελεύθερο αλληλεπιδράσεων; Απάντηση: Μόνο ένας Αδρανειακός παρατηρητής, που χρησιμοποιεί ένα Αδρανειακό σύστημα αναφοράς! Την ύπαρξη, ακριβώς, τέτοιων συστημάτων εγγυάται ο Νόμος της Αδράνειας. Χωρίς αυτόν, ο Δεύτερος Νόμος του Νεύτωνα θα καθίστατο απροσδιόριστος, αν όχι λανθασμένος, αφού θα φαινόταν ότι ισχύει για κάθε παρατηρητή γενικά, ανεξάρτητα από τη δυναμική του κατάσταση. Δηλαδή, ο Νόμος της Αδράνειας ορίζει το «τερέν» μέσα στο οποίο διατυπώνεται και ισχύει ο Δεύτερος Νόμος. Όπως έγραψα στον φοιτητή, εφαρμόζοντας τον Δεύτερο Νόμο χωρίς τον Πρώτο, θα ήταν σαν να παίζουμε ποδόσφαιρο χωρίς να διαθέτουμε γήπεδο ποδοσφαίρου!

Σημειώνω ότι το άρθρο βρίσκεται αναρτημένο και εδώ.

Επίσης, υπάρχει και σε ελληνική μετάφραση.

Παρατηρήσεις και σχόλια πάντα δεκτά!

Σάββατο 20 Δεκεμβρίου 2014

Τρίτη 16 Δεκεμβρίου 2014

Μια νέα αξιωματική προσέγγιση στη Νευτώνεια Μηχανική

Η Νευτώνεια Μηχανική δομείται πάνω σε τρεις θεμελιώδεις αρχές, τους Νόμους του Νεύτωνα, που πρωτοδημοσιεύθηκαν το 1687. Αν και η ιστορική τους σημασία είναι αδιαμφισβήτητη, αφήνουν κάποια ερωτήματα ανοιχτά σε όποιον αναζητά μια αυστηρή και αυτοσυνεπή αξιωματική θεμελίωση της κλασικής Μηχανικής. Για παράδειγμα:

1. Πόσο ανεξάρτητοι είναι οι δύο πρώτοι Νόμοι; Είναι ο Πρώτος Νόμος ειδική περίπτωση του Δεύτερου;

2. Είναι ο Δεύτερος Νόμος ένας αληθινός νόμος, ή απλά ένας ορισμός (της δύναμης);

3. Είναι ο Τρίτος Νόμος πιο θεμελιώδης από τη διατήρηση της ορμής, ή το αντίθετο;

4. Και, τελικά, πόσοι ανεξάρτητοι νόμοι απαιτούνται για την αξιωματική θεμελίωση της θεωρίας; Είναι τρεις (όπως πρότεινε ο Νεύτων) ή μήπως θα μπορούσαν να είναι λιγότεροι; Και ποιοι θα είναι αυτοί;

Πρόσφατα προτάθηκε μια νέα προσέγγιση στο πρόβλημα. Όπως αποδείχθηκε, δύο και μόνο ανεξάρτητοι νόμοι απαιτούνται για την αξιωματική θεμελίωση της Νευτώνειας Μηχανικής. Οι γνωστοί τρεις Νόμοι του Νεύτωνα, καθώς και όλα τα βασικά θεωρήματα της Μηχανικής, απορρέουν από αυτά τα δύο θεμελιώδη αξιώματα.

Δείτε το άρθρο στην τελική, δημοσιευμένη μορφή

Δείτε το Abstract στο arXiv.org

Δείτε την ελληνική μετάφραση

Άλλα άρθρα Κλασικής Μηχανικής από το site του MIT

Δευτέρα 24 Νοεμβρίου 2014

ΤΟ ΒΗΜΑ - Στίβεν Χόκινγκ: Η εκδίκηση της επιστήμης

Στα 72 του, προβάλλει ως το αρχέτυπο του θεωρητικού που εξοικείωσε τη σύγχρονη κουλτούρα με τις έννοιες της κοσμολογίας

Του Μάρκου Καρασαρίνη 

Με τους όρους της επιστημονικής παραγωγής ιδεών η ηλικία του είναι κάτι παραπάνω από σεβάσμια. Είναι αυτή στην οποία κάθε εξέχων θεωρητικός φυσικός έχει κερδίσει το προνόμιο να εξαργυρώνει τους κόπους της νεότητάς του: να γέρνει σε έναν αναπαυτικό καναπέ και να περιμένει πότε οι μαθητές ή οι λοιποί εργάτες του πεδίου του θα αποδείξουν πειραματικά την ισχύ των θεωρημάτων του για να εισπράξουν το Νομπέλ που τους αξίζει. Πάνω-κάτω, δηλαδή, ό,τι έπραξε η ομάδα του CERN το 2013 για τον 86χρονο Πίτερ Χιγκς και το μποζόνιό του.

Στα 72 του όμως ο Στίβεν Χόκινγκ, διευθυντής Ερευνας του Κέντρου Θεωρητικής Κοσμολογίας του Πανεπιστημίου του Κέιμπριτζ, παρά το ότι, συμμορφωνόμενος προς τις ακαδημαϊκές ρυθμίσεις, συνταξιοδοτήθηκε το 2009 από την έδρα των Μαθηματικών όπου κάποτε δίδασκε ο Ισαάκ Νεύτων και την οποία ο ίδιος κατείχε για 30 χρόνια, δεν μοιάζει ακριβώς διατεθειμένος να αποχωρήσει από την ενεργό δράση. Ισως γιατί η προσωπικότητά του διαπνέεται από μια θεμελιώδη δίψα για το νέο, όπως δείχνει η είσοδός του στον κόσμο του Facebook τον περασμένο Οκτώβριο. Ισως γιατί διακρίνεται από μια γνήσια επιδίωξη της δημόσιας φιλονικίας, όπως φανερώνει μια μακρά αλυσίδα αμφιλεγόμενων δηλώσεων - ότι οι ιοί των υπολογιστών είναι μια μορφή ζωής, ότι το ανθρώπινο είδος πρέπει να υιοθετήσει τις μεθόδους της γενετικής μηχανικής προκειμένου να μην ξεπεραστεί σε ευφυΐα από την τεχνητή νοημοσύνη, ότι υπάρχουν εξωγήινοι και καλό θα είναι να αποφύγουμε την επαφή μαζί τους, ότι η εισβολή στο Ιράκ αποτελεί «έγκλημα πολέμου», ότι το μποζόνιο του Χιγκς δεν θα ανακαλυφθεί ποτέ. Ισως, τέλος, γιατί ένας άνθρωπος που στα 21 του έλαβε διορία δύο ετών ζωής από τους γιατρούς του και βρίσκεται επί 45 χρόνια καθηλωμένος σε αναπηρική πολυθρόνα δεν μπορεί να ταυτίζει την ακινησία με την ανάπαυση.

Εκ φύσεως άλλωστε ο Χόκινγκ έμοιαζε πάντα να απεχθάνεται τη στάση. Ως φοιτητής στο Πανεπιστήμιο της Οξφόρδης υπήρξε μέλος της κωπηλατικής ομάδας, παντρεύτηκε την πρώτη του σύζυγο, Τζέιν Γουάιλντ, σε ηλικία 23 ετών το 1965 και μαζί απέκτησαν τρία παιδιά, χώρισε το 1990 και, σύμφωνα με τον ίδιο, έζησε έναν «παθιασμένο και θυελλώδη γάμο» με τη δεύτερη σύζυγό του, Ιλέιν Μέισον, ως το 2006, δεν έπαψε ποτέ να ταξιδεύει ανά τον κόσμο για τις ανάγκες της επιστήμης του και, παρά το ότι η υγεία του προοδευτικά χειροτέρευε, παλαιότερα δεν δίσταζε να συμμετάσχει ως τις πρώτες πρωινές ώρες στα πάρτι που έκλειναν τα επιστημονικά συνέδρια. «Ηταν μια λαμπρή περίοδος. Ημουν ζωντανός και έκανα έρευνα στη θεωρητική φυσική. Ηθελα να γνωρίζω γιατί υπάρχει το Σύμπαν - γιατί υπάρχει κάτι μεγαλύτερο από το τίποτε», συνοψίζει ο ίδιος στην αυτοβιογραφία του με τίτλο «Το χρονικό της ζωής μου» (εκδ. Τραυλός). Παράλληλα δημοσίευε καινοτόμες προσεγγίσεις στην κοσμολογία (με γνωστότερη συνεισφορά την πρόταση πως οι μαύρες τρύπες εκπέμπουν μια μορφή ακτινοβολίας που τιμητικά φέρει το όνομά του), έγραφε οκτώ βιβλία εκλαϊκευμένης φυσικής για ενηλίκους και τρία για παιδιά, συμμετείχε σε τηλεοπτικές σειρές και ντοκιμαντέρ και δίδασκε στο πανεπιστήμιο. Διόλου παράξενο που εξελίχθηκε σε εμβληματική μορφή, στον διασημότερο εν ζωή επιστήμονα.

Στη δεκαετία του '80 ο Στίβεν Χόκινγκ είχε ήδη ενδυθεί τον μανδύα του διαδόχου του Αϊνστάιν. Το «Time» και το «Newsweek», κατ' εξοχήν διαμεσολαβητές των εξελίξεων ακόμη για ένα διεθνές κοινό, αφιέρωναν εξώφυλλα στον άνθρωπο που, κατά την έκφρασή του, επιχειρούσε να διαβάσει «το μυαλό του Θεού» (αν και σε πολλές διατυπώσεις περί της σχέσης φυσικών νόμων και Υπέρτατου Όντος δεν άφηνε σπουδαία περιθώρια ελιγμών στο δεύτερο) και προωθούσαν μια εκλαϊκευμένη όψη της κοσμολογίας του. Σύμφωνα με αυτήν, ο Χόκινγκ συνέχιζε το έργο του Αϊνστάιν φιλοδοξώντας να ολοκληρώσει μια «Θεωρία των πάντων» η οποία θα πάντρευε τις θεμελιώδεις δυνάμεις της φυσικής μεταξύ τους στο πρότυπο που είχε οραματιστεί ο εμπνευστής της Θεωρίας της Σχετικότητας. Βέβαια, πρόγονος και επίγονος είχαν τις διαφορές τους: ο Αϊνστάιν αναζητούσε τρόπους να παρακάμψει την «αρχή της απροσδιοριστίας» του Βέρνερ Χάιζενμπεργκ, ακρογωνιαίο λίθο της κβαντομηχανικής, υποστηρίζοντας ότι εισήγαγε στους νόμους της φυσικής ένα ανεπίτρεπτο στοιχείο αβεβαιότητας («είμαι πεπεισμένος ότι ο Θεός δεν παίζει ζάρια», όπως το έθετε), ενώ ο Χόκινγκ στην πρόβλεψή του για μια πιθανή συνένωση σχετικότητας και κβαντικής θεωρίας δεν είχε τέτοιες προκαταλήψεις. Πέρα ωστόσο από τη γοητεία των υποατομικών σωματιδίων που γέμιζαν τις σελίδες του διεθνούς Τύπου με παραστάσεις και διαγράμματα, η περίπτωση του επιφανούς φυσικού ήταν το ίδιο ή και περισσότερο δημοφιλής ως «human interest story».

Οντας καθηλωμένος σε αναπηρική πολυθρόνα από πλάγια μυοτροφική σκλήρυνση ήδη από την ηλικία των 20 ετών, αποτελούσε την προσωποποίηση του ηθικού σθένους. Επιπλέον, η εικόνα του έδινε το κατάλληλο έναυσμα για δημοσιογραφική ανακίνηση του αιώνιου διπόλου για το σώμα και τη διάνοια: «Είναι σχεδόν πλήρως παράλυτος, άφωνος, περιορισμένος σε αναπηρική καρέκλα, ικανός να κινεί μόνο τους μυς του προσώπου του και δύο δάχτυλα του αριστερού του χεριού. (...) Επικοινωνεί αποκλειστικά μέσω ενός συνθετητή φωνής, τον οποίο χειρίζεται πληκτρολογώντας κοπιαστικά λέξεις σε έναν υπολογιστή προσαρμοσμένο στη μηχανοκίνητη καρέκλα του» - «Αιχμάλωτος στο ίδιο του το σώμα, όμως η διάνοιά του τον μεταφέρει στις εσχατιές του Σύμπαντος» διάβαζε κανείς σε δύο χαρακτηριστικά κείμενα του «Time» το 1988 και το 1992.

Το 1988, άλλωστε, όταν το «Newsweek» έθετε σε δεύτερη μοίρα τη συνάντηση κορυφής Ρίγκαν - Γκορμπατσόφ στη Μόσχα προκειμένου να ανακηρύξει στο εξώφυλλό του τον Χόκινγκ «Κυρίαρχο του Σύμπαντος», συνέπεσε με την έκδοση του βιβλίου μέσω του οποίου οι περισσότεροι θα τον γνώριζαν για πρώτη φορά. «Το χρονικό του χρόνου» (εκδόσεις Κάτοπτρο) ήταν ένα παράδοξο μπεστ σέλερ: από το πουθενά σχεδόν η σκληρόδετη έκδοση είχε ήδη πουλήσει ένα εκατομμύριο αντίτυπα, πράγμα πρωτοφανές για κείμενο εκλαϊκευμένης επιστήμης που πραγματευόταν τις δυσνόητες έννοιες της σύγχρονης φυσικής. Η εξομολόγηση του συγγραφέα στον πρόλογο ήταν από τη μια μεριά ενδεικτική της πραγματικότητας, από την άλλη χαρακτηριστική της τόλμης του εγχειρήματος: «Κάποιος μου είπε πως κάθε εξίσωση που θα έβαζα στο βιβλίο θα μείωνε τις πωλήσεις του στο μισό. Τελικά όμως αναγκάστηκα να βάλω μία: την περίφημη του Αϊνστάιν E=mc². Ελπίζω αυτό να μη μου κοστίσει τους μισούς αναγνώστες μου». Συνεχείς επανεκδόσεις, μεταφράσεις σε 40 γλώσσες και δέκα εκατομμύρια πωλήσεις παγκοσμίως σε 20 χρόνια κατέστησαν το «Χρονικό» τομή στην παγκόσμια βιβλιογραφία της εκλαϊκευμένης επιστήμης. Προλείαναν έτσι το έδαφος για τη διαχρονική κατόπιν επιτυχία βιβλίων που τακτικά μεταβιβάζουν την ουσία της αιχμής της φυσικής σε ευρύτερα στρώματα: ευαγγέλια της εκλαϊκευμένης επιστήμης όπως «Το σωματίδιο του Θεού» του Λέον Λέντερμαν ή «Το κομψό Σύμπαν» του Μπράιαν Γκριν δεν θα είχαν τη μορφή ή την απήχηση που απέκτησαν, ίσως και να μην είχαν δει καν το φως της δημοσιότητας, αν δεν είχε προηγηθεί εκείνο. Γιατί η δουλειά του Χόκινγκ οικοδόμησε ένα υπόβαθρο γνώσης εξοικειώνοντας ένα πολυπληθές κοινό με ορισμούς που κάποτε λογίζονταν περίπλοκοι και παραδίδοντας έννοιες όπως ο «ορίζοντας των γεγονότων» ή «το βέλος του χρόνου» προς χρήση στην καθημερινή γλώσσα.

Εδώ μπορεί να εντοπίσει κανείς κατά μία έννοια τις ρίζες της διάχυσης στη σύγχρονη κουλτούρα τόσο της ορολογίας της θεωρητικής φυσικής όσο και της ανάγκης της επιστημονικής ακρίβειας. Πριν από τον Στίβεν Χόκινγκ ο τίτλος του «Βέλους του χρόνου», του μυθιστορήματος του δημοφιλούς βρετανού συγγραφέα Μάρτιν Εϊμις, που αφηγείται ανάποδα τη ζωή ενός ναζί εγκληματία γιατρού, θα ήταν απλώς μια κρυπτική αναφορά. Πριν από τον Στίβεν Χόκινγκ η ποπ κουλτούρα σπάνια επεδίωκε την πιστότητα της επιστήμης που βρίσκει κανείς στο σενάριο των Αρθουρ Κλαρκ και Στάνλεϊ Κιούμπρικ για το «2001: Οδύσσεια του Διαστήματος». Προτιμούσε τα διαστημικά παραμύθια του Τζορτζ Λούκας για έναν «Πόλεμο των άστρων» - ταινίες όπου το στοιχείο της φαντασίας υπερείχε τόσο ώστε καθιστούσε την επιστήμη άχρηστο επιθετικό προσδιορισμό. Αν το σημερινό «Interstellar» του Κρίστοφερ Νόλαν έχει ανάγκη από την παρουσία του πρωτοπόρου κοσμολόγου Κιπ Θορν για να λειτουργήσει πειστικά για τον θεατή, αυτό οφείλεται και στην εξοικείωση του κοινού με τις έννοιες που διέσπειραν τα εκατομμύρια αντίτυπα του «Χρονικού του χρόνου». Αν η πρωταγωνίστρια της ταινίας Αν Χάθαγουεϊ κάνει λόγο για την αντίληψή της περί φυσικής της ως «έναν κόκκο άμμου από την ακτή της γνώσης του Κιπ Θορν», σε αυτήν έχει συμβάλει έμμεσα και ο Στίβεν Χόκινγκ.

Οπως σημειώνει ο Τζέφρι Κλούγκερ σε άρθρο του για το φιλμ που δημοσιεύθηκε σε πρόσφατο τεύχος του «Time», «ο κινηματογράφος έχει καταστεί αληθινή πηγή επιστημονικής διερώτησης για εκατομμύρια ανθρώπους σε μια εποχή που η ίδια η επιστήμη μπορεί να αποβεί εξαιρετικά μπερδεμένη και πολύπλοκη για να γίνει κατανοητή». Ο Στίβεν Χόκινγκ μπορεί τελικά να μη διατύπωσε τη «Θεωρία των πάντων» και ως εκ τούτου η ομότιτλη βιογραφική ταινία που βγήκε στους αμερικανικούς κινηματογράφους πριν από δέκα ημέρες να αφηγείται τα γεγονότα της προσωπικής ζωής του, όχι το πώς προσπέρασε τον Αϊνστάιν στη λεωφόρο της υστεροφημίας, δικαιούται όμως να επαίρεται ότι απλοποίησε τη γεωμετρία ενός χαοτικού Σύμπαντος για τα μάτια του μέσου ανθρώπου.

*Δημοσιεύθηκε στο BHmagazino την Κυριακή 23 Νοεμβρίου 2014

ΤΟ ΒΗΜΑ

Παρασκευή 31 Οκτωβρίου 2014

Πολυπολιτισμικότητα και δημοκρατία: Έννοιες συνώνυμες;

Διάβασα πρόσφατα το εξαιρετικό άρθρο της Στέλλας Πριόβολου, «Εθνική επέτειος και υπέρβαση στη σύγχρονη πολυπολιτισμική κοινωνία». Το κείμενο αναφέρεται στον ελληνοϊταλικό πόλεμο, όχι με τους συνήθεις διθυραμβικούς τόνους των ημερών, αλλά ως ανάμνηση μιας ιστορικής δοκιμασίας που δεν στάθηκε ικανή να καταλύσει τη μακρόχρονη φιλία δύο λαών, και ως εγκώμιο υπέρβασης «πικρών κοινών σελίδων ιστορίας» προς χάριν της ειρήνης και της δημοκρατίας.

Ομολογώ ότι λίγο έλειψε να προσπεράσω το άρθρο εξαιτίας του μάλλον αταίριαστου και, θα έλεγα, αποπροσανατολιστικού τίτλου του! Δεν ανήκω σ’ εκείνους που τους διαπερνούν ρίγη συγκίνησης όταν ακούν τη λέξη «πολυπολιτισμικότητα», και υπέθεσα αρχικά ότι ο όρος αυτός θα έδινε το στίγμα των ιδεών στο κείμενο. Έκανα λάθος: Ο όρος (ακόμα κι αν σε κάποια σημεία πιθανόν υπονοείται) δεν νοθεύει με την άμεση παρουσία του την ομορφιά ενός κειμένου στο οποίο, κατά την άποψή μου, θα ήταν περιττός!

Εν τούτοις, σε απαντητικό σχόλιό της, η ίδια η αρθρογράφος επιβεβαίωσε ότι η αναφορά του τίτλου του άρθρου της σε μια «πολυπολιτισμική κοινωνία» ήταν συνειδητή επιλογή. Γράφει:

«Σχετικά με την ‘πολυπολιτισμικότητα’, θα μου επιτρέψετε να παρατηρήσω ότι μπορεί να… εκνευρίζει, οπωσδήποτε όμως δεν αποπροσανατολίζει, γιατί είναι μια πραγματικότητα. Θα πρέπει να την κατανοήσουμε, να την δεχθούμε και να προσπαθήσουμε να την εντάξουμε με τη σωστή της έννοια στους σχεδιασμούς μας. Εξάλλου, η πολυπολιτισμικότητα προϋποθέτει δημοκρατική σκέψη, συναίνεση, συνύπαρξη πολιτισμών, που ανάμεσά τους η πατρίδα μας έχει πρωτεύουσα θέση, τόσο παραγνωρισμένη από τους εταίρους μας…»

Η απάντηση αυτή έχει ιδιαίτερο ενδιαφέρον γιατί εμπεριέχει θέσεις που μπορούν να γίνουν αφετηρία συζητήσεων πάνω στο ζήτημα της πολυπολιτισμικότητας, γενικά. Ας δούμε μερικά σημεία:

1. Είναι αλήθεια ότι το εν λόγω φαινόμενο αποτελεί μια πραγματικότητα. Το έζησα στην Αμερική πριν χρόνια, το ζω τώρα και στην Ελλάδα. Με μία πολύ σημαντική διαφορά: Η ένταξη ενός νέου μέλους στην αμερικανική κοινωνία δεν γίνεται άναρχα και (σχεδόν) εκβιαστικά, υπό μορφή τετελεσμένου! Η αμερικανική πολυπολιτισμικότητα δεν είναι μια de facto πολυπολιτισμικότητα, μία συνθήκη, δηλαδή, που επιβάλλεται στην κοινωνία εκ των πραγμάτων λόγω της αδυναμίας του κράτους να ελέγξει τη λαθρομετανάστευση. Υπόκειται σε κανόνες και θέτει προϋποθέσεις, προεξάρχουσα θέση στις οποίες κατέχει η εθνική αυτοσυντήρηση. Όσο κι αν ενοχλεί κάποιους η χρήση του όρου «εθνική»…

2. Θα πρέπει να κατανοήσουμε και να δεχθούμε την πολυπολιτισμικότητα, όπως μας προτρέπει η αρθρογράφος; Εξαρτάται! Δεν θα «κατανοήσω», ούτε θα «δεχθώ», μια πραγματικότητα που μου επιβάλλεται. Πόσο μάλλον όταν αυτή έχει ως αποτέλεσμα την υποβάθμιση της ποιότητας ζωής στη χώρα μου, με κύριο χαρακτηριστικό την κατακόρυφη αύξηση της εγκληματικότητας (συχνά, μάλιστα, στις πιο απάνθρωπες εκδοχές της)!

3. «Να προσπαθήσουμε να την εντάξουμε στους σχεδιασμούς μας.» Εδώ θα συμφωνήσω απόλυτα! Κατά πρώτον, θα πρέπει να καθορίσουμε, με κάποιο βαθμό ακρίβειας, τα όρια αυτής της πολυπολιτισμικότητας στην οποία πλέον, εκόντες-άκοντες, συμμετέχουμε. Πόση «πολυπολιτισμικότητα» αντέχει αυτή η μικρή και κατ’ ουσίαν κατεστραμμένη χώρα; Κατά δεύτερον, θα πρέπει, επιτέλους, να υπάρξει κάποιος σοβαρός σχεδιασμός εκ μέρους της πολιτείας για το εν λόγω θέμα. Η αθρόα και ανεξέλεγκτη «μετανάστευση» δεν αντιμετωπίζεται με φράχτες, στρατόπεδα ή άλλα αναποτελεσματικά ημίμετρα. Το πώς ακριβώς αντιμετωπίζεται δεν είναι, ασφαλώς, δική μας ευθύνη να το υποδείξουμε, αλλά ευθύνη αυτών που εκλέγουμε για να μας κυβερνούν. Αν υποθέσουμε, βέβαια, ότι έχουν επίγνωση της σοβαρότητας της κατάστασης, κι αν δεν έχουν συντελέσει και οι ίδιοι – τωρινοί ή μελλούμενοι – στη δημιουργία και τη γιγάντωση του προβλήματος…

4. Προϋποθέτει η πολυπολιτισμικότητα δημοκρατική σκέψη; Δεν είμαι βέβαιος! Κατά μία έννοια, πολυπολιτισμική ήταν και η Σοβιετική Ένωση… Μήπως, όμως, ισχύει το αντίστροφο; Δηλαδή, θα μπορούσε κάποιος να ισχυριστεί ότι κάθε αληθινά δημοκρατική κοινωνία αποδέχεται (αν όχι και επιδιώκει) την πολυπολιτισμικότητα; Ούτε και αυτό ακούγεται λογικό! Το δημοκρατικό πολίτευμα είναι εσωτερικό θεσμικό ζήτημα που αφορά τους πολίτες μιας χώρας, και σε καμία περίπτωση δεν επιβάλλει a priori τη διεύρυνση μιας κοινωνίας με εισαγόμενους φορείς διαφορετικών πολιτισμικών χαρακτηριστικών. Τώρα, το ότι την ιδέα της πολυπολιτισμικότητας αντιμάχονται οι εκπρόσωποι κάποιων ακραία αντιδημοκρατικών χώρων, δεν καθιστά, εξ ορισμού, την αποδοχή της ιδέας αυτής αδιαμφισβήτητο πιστοποιητικό δημοκρατικότητας!

Πέρα απ’ όλα αυτά, κλείνοντας το σύντομο αυτό σημείωμα, προτείνω στον αναγνώστη να διαβάσει και να απολαύσει το έξοχο, πράγματι, κείμενο της Στέλλας Πριόβολου, το οποίο υμνεί υψηλές ανθρώπινες αξίες που ξεπερνούν (αν όχι καταργούν) εθνικά σύνορα. Όσο για τον τίτλο – τη μόνη μου ένσταση στο άρθρο – ας βάλει, τελικά, ο καθένας εκείνον που του ταιριάζει περισσότερο!

Aixmi.gr

Παρασκευή 10 Οκτωβρίου 2014

2014 Nobel Prize in Physics

Isamu Akasaki, Hiroshi Amano and Shuji Nakamura share the physics Nobel for the invention of efficient blue light–emitting diodes, which has enabled bright and energy-saving white light sources.

“This year’s prize is about light.” Royal Swedish Academy of Sciences Permanent Secretary Staffan Normark.

“The Royal Swedish Academy of Sciences has decided to award the 2014 Nobel Prize in Physics to Professor Isamu Akasaki at Meijo University, Nagoya, and Nagoya University, Japan; Professor Hiroshi Amano at Nagoya University, Japan; and Professor Shuji Nakamura at University of California, Santa Barbara, for the invention of efficient blue light–emitting diodes which has enabled bright and energy-saving white light sources. Professor Per Delsing will now give us a short summary.”

“Red and green LEDs have been around for many years, but the blue was really missing. This lamp contains three LEDs: one red, one green and one blue. If you combine these colors you get white light. This is something that Isaac Newton showed already in 1671. Thanks to the blue LED, we can now get white light sources which have very high energy efficiency and very long lifetime. This LED technology is now replacing older technologies. In fact, many of you carry this technology in your pocket. The flashlight and also the screen of modern smartphones uses LED technology.”

—Steve Mirsky

Source: SCIENTIFIC AMERICAN

The 2014 Nobel prizes: Physics: Blue's brothers

This year’s prize is awarded for work that will ultimately light up the world

THE Nobel prizes were instituted as a means to reward individuals or organisations who, as Alfred Nobel's will had it, "have conferred the greatest benefit on mankind". Often in the field of physics, the benefit is a measure of understanding of the very small or the very distant: a light shone into the vast darkness of our ignorance about how the universe is composed, and how it works. This year, by contrast, the physics prize has been awarded for an actual light. But it is a light that has already conferred great benefit on mankind, and promises yet more. Japanese researchers Isamu Akasaki of Meijo University, Hiroshi Amano of Nagoya University, and Shuji Nakamura of the University of California, Santa Barbara shared in cracking the problem of making diodes that give off blue light.

The light and the heat of fire gave way to the incandescent bulb in the early 19th century, but such bulbs still squander a great deal of electrical energy as heat. A light-emitting diode, first posited in the 1920s, accomplishes the trick of converting electrical energy with almost perfect efficiency into light. It pairs semiconductor materials that create an imbalance of electrons and their counterparts, called holes. When the twain meet, out comes a discrete burst of light.

However, LEDs tend to make light in narrow bands of colour, dictated by the properties of the semiconductor. Red LEDs proved relatively easy to manufacture in the early 1960s, but orchestrating the dance of electrons and holes to elicit green light took until the end of that decade. A blue LED required a material that hadn't been tamed for industrial use. That took until the early 1990s, when Drs Akasaki, Amano and Nakamura figured out how to make pristine films of the semiconductor gallium nitride, with just the right recipe of impurities that created electron-hole pairs suitable for a blue hue.

It would now be hard to enumerate all of the applications that make use of blue LEDs, principally because they are joined with their green and red brethren to make the light to which people are most accustomed: white. LED-based lighting is finding its way into more and more global markets as it becomes cheaper; already it is in the flash of cameras and smartphones. But blue light has made its own way as well. Blue diodes lie at the heart of DVD and the aptly named Blu-Ray players. By using the same approach, slightly more energetic ultraviolet light can be made—a boon for sterilising surfaces and drinking water using little energy. Communications and computing seem inexorably headed to a future that makes more use of light's properties, and blue light's short wavelength is best for ever-smaller technologies. As the members of the Sweden's Royal Academy of Science put it during their press conference, this year's award is more an "invention" prize than a "discovery" prize. But it is an invention, they said, that would have made Alfred Nobel happy.

Source: The Economist

Isamu Akasaki, Hiroshi Amano and Shuji Nakamura win 2014 Nobel Prize for Physics

The 2014 Nobel Prize for Physics has been awarded to Isamu Akasaki, Hiroshi Amano and Shuji Nakamura for their development of blue LEDs. The prize is worth SEK 8m (£690,000) and will be shared by the three winners who will receive their medals at a ceremony in Stockholm on 10 December.

Akasaki is a Japanese citizen and works at Meijo University and Nagoya University. Amano is a Japanese citizen and works at Nagoya University. Nakamura is a US citizen and works at University of California, Santa Barbara.

The prize citation honours the trio for "the invention of efficient blue light-emitting diodes which has enabled bright and energy-saving white light sources". The now ubiquitous LEDs are used in a wide arrange of applications from televisions to sterilizers and do not contain toxic mercury that is found in fluorescent lamps.

Three-colour blues

A source of white light needs LEDs that deliver red, green and blue light. The first red LED was created in the 1950s and researchers then managed to create devices that emitted light at shorter wavelengths, reaching green by the 1960s. However, researchers struggled to create blue light.

In the 1980s Akasaki and Amano working at Nagoya University and Nakamura working at the Nichia Corporation focussed on the compound semiconductor gallium nitride (GaN), which could be ideal for creating blue LEDs because it had a large band-gap energy corresponding to ultraviolet light.

There were many challenges, however, in making useable LEDs based on GaN. One major problem was how to create high-quality crystals of GaN with good optical properties. This was solved independently in the late 1980s and early 1990s by Akasaki and Amano and also by Nakamura. Both teams used metalorganic vapour phase epitaxy (MOVPE) techniques to deposit thin films of high-quality GaN crystals onto substrates.

Doping discovery

Another seemingly insurmountable challenge facing the researchers was how to dope the GaN so it is a p-type semiconductor, which is crucial for creating an LED. Akasaki and Amano noticed that when GaN doped with zinc is placed in an electron microscope, it gives off much more light. This suggested that electron irradiation improved the p-doping – an effect that was later explained by Nakamura.

The next step for both teams was to use their high-quality, p-doped GaN along with other GaN-based semiconductors in multilayer "heterojunction" structures. Nakamura was then able to create the first high-brightness blue LED in 1993.

Praising the laureates, the chairman of the Nobel committee for physics Per Delsing said "A lot of big companies tried to [develop blue LEDs] and they failed, but these guys persisted and eventually they succeeded."

Today, GaN-based LEDs are used in back-illuminated liquid-crystal displays in devices ranging from mobile phones to TV screens. LEDs emitting blue and ultraviolet (UV) light have also been used in DVDs, where the shorter wavelength of the light allows higher data-storage densities. Looking into the future, UV-emitting LEDs could be used to create basic yet effective water-purification systems, because UV light can destroy micro-organisms.

Invention or discovery?

Over the past 10 years there have been three other physics Nobel prizes awarded for work with significant commercial potential: giant magnetoresistance in 2007; fibre optics and charged-coupled devices in 2009; and graphene in 2010. While most prizes are associated with more esoteric discoveries, like the Higgs boson, Alfred Nobel decreed in his will that the prize could also be given for an important invention in physics.

"Alfred Nobel would be very happy about this prize," says Delsing. "[The blue LED] is really something the will benefit most people."

David Gross from the Kavli Institute for Theoretical Physics at University of California, Santa Barbara, who shared the 2004 Nobel prize for his work on asymptotic freedom, is happy that in recent years both pure and applied research are being recognized. After addressing a meeting in Trieste to mark the 50th anniversary of the International Centre for Theoretical Physics, where he had stressed the importance of blue-sky research, Gross told Physics World that "Every five or six years the prize is awarded to an invention that has conferred a great benefit to humankind, such as the transistor, the laser and fibre optics. I think the existing ratio is just about right."

Akasaki was born in Chiran, Japan, in 1929. He graduated from Kyoto University in 1952 and received his PhD in 1964 from Nagoya University.

Amano was born in Hamamatsu, Japan, in 1960. He received his PhD in 1989 from Nagoya University.

Nakamura was born in Ikata, Japan, in 1954. He graduated from the University of Tokushima in 1977 with a degree in electronic engineering and obtained a Master's degree in the same subject two years later. He then joined the Nichia Corporation, a small company located in Tokushima on the island of Shikoku. Nakamura was awarded a PhD in 1994 from University of Tokushima.

About the author
Hamish Johnston is editor of physicsworld.com

Source: physicsworld.com

Τετάρτη 8 Οκτωβρίου 2014

ΤΟ ΒΗΜΑ - Στο γαλάζιο LED το Νόμπελ Φυσικής

Πρόκειται για μια εφεύρεση που επέτρεψε την ανάπτυξη λαμπρών, οικονομικών λαμπτήρων

Του Βαγγέλη Πρατικάκη

Στοκχόλμη

Τρεις ερευνητές από την Ιαπωνία βραβεύονται με το Νόμπελ Φυσικής 2014 για την ανακάλυψη του γαλάζιου LED, μιας εφεύρεσης που επέτρεψε την ανάπτυξη λαμπρών, οικονομικών λαμπτήρων.

Όπως ανακοίνωσε την Τρίτη η Βασιλική Ακαδημία Επιστημών της Σουηδίας, το βραβείο απονέμεται από κοινού στον Ισάμο Ακασάκι του Πανεπιστημίου της Ναγκόγια, τον Χιρόσι Αμάνο, επίσης στη Ναγκόγια, και τον Σούζι Νακαμούρα του Πανεπιστημίου της Καλιφόρνια στη Σάντα Μπάρμπαρα.

Η γαλάζια φωτοδίοδος που ανέπτυξαν οι τρεις ερευνητές στις αρχές του 1990, ήρθε να συμπληρώσει την παλέτα των LED, τα οποία επί τριάντα χρόνια περιορίζονταν στο κόκκινο και το πράσινο φως.

Η προσθήκη ενός τρίτου χρώματος επέτρεψε την ανάπτυξη φωτοδιόδων χαμηλής κατανάλωσης που προσφέρουν λευκό, λαμπρό φωτισμό.

«Οι λάμπες πυράκτωσης φώτισαν τον 20ό αιώνα. Ο 21ος αιώνας θα φωτιστεί από λαμπτήρες LED» σημειώνει η επιτροπή των βραβείων στην ανακοίνωσή της.

Τα LED

Τα σύγχρονα λευκά LED, ουσιαστικά τσιπ από πυρίτιο που συνδυάζουν LED τριών διαφορετικών χρωμάτων, προσφέρουν ασύγκριτα καλύτερη απόδοση σε σχέση με τους συμβατικούς λαμπτήρες. Προσφέρουν φωτισμό έντασης 300 lumen ανά watt ηλεκτρικής ενέργειας, συγκριτικά με 16 lm/watt για τους λαμπτήρες πυράκτωσης και 70 lu/watt για τους λαμπτήρες φθορισμού.

Διαβάστε επίσης: LED, το μέλλον του φωτισμού

Δεδομένου ότι ο φωτισμός αντιστοιχεί γύρω στο ένα τέταρτο της ενεργειακής κατανάλωσης σε παγκόσμιο επίπεδο, η νέα τεχνολογία προσφέρει σημαντικά οφέλη για το περιβάλλον.

Περιορίζει εξάλλου την κατανάλωση υλικών, δεδομένου ότι οι λαμπτήρες LED διαρκούν έως 100.000 ώρες, εκατό φορές περισσότερο από τις λάμπες πυράκτωσης και δέκα φορές περισσότερο σε σχέση με τους λαμπτήρες φθορισμού.

Τα σύγχρονα λευκά LED, ουσιαστικά τσιπ από πυρίτιο που συνδυάζουν LED τριών διαφορετικών χρωμάτων, προσφέρουν ασύγκριτα καλύτερη απόδοση σε σχέση με τους συμβατικούς λαμπτήρες. Προσφέρουν φωτισμό έντασης 300 lumen ανά watt ηλεκτρικής ενέργειας, συγκριτικά με 16 lm/watt για τους λαμπτήρες πυράκτωσης και 70 lu/watt για τους λαμπτήρες φθορισμού.

Ο Ισάμου Ακασάκι (Isamu Akasaki) γεννήθηκε στην Ιαπωνία το 1929 και είναι σήμερα καθηγητής στο Πανεπιστήμιο της Ναγκόγια.

Ο Χιρόσι Αμάνο (Hiroshi Amano) γεννήθηκε στην Ιαπωνία το 1960 και είναι επίσης καθηγητής στο Πανεπιστήμιο της Ναγκόγια.

Ο Σούχι Νακαμούρα (Shuji Nakamura) γεννήθηκε το 1954 στην Ιαπωνία αλλά είναι αμερικανός πολίτης. Είναι σήμερα καθηγητής στο Πανεπιστήμιο της Καλιφόρνια στη Σάντα Μπάρμπαρα.

ΤΟ ΒΗΜΑ

Τετάρτη 1 Οκτωβρίου 2014

Αναζητώντας το πρόσωπο πίσω από την ετικέτα…

Η μητέρα μου συνήθιζε να κάνει την κλασική ερώτηση σαν άκουγε πως η κόρη κάποιας γνωστής επρόκειτο να παντρευτεί:

– Τι παίρνει;

– Μηχανικό. Είναι του Πολυτεχνείου. Τον έχουν διορίσει στο υπουργείο τάδε!

– Α, μπράβο Μαρία μου, δεν ξέρεις πόσο χαίρομαι! Η ώρα η καλή!

Κάποτε δεν κρατήθηκα και τη ρώτησα:

– Μα, καλά, τι παντρεύεται μια γυναίκα, άνθρωπο ή επάγγελμα;

– Δε λέω, καλός πρέπει να είναι κι ο άνθρωπος… Αλλά, το πρώτο πράγμα που έχει σημασία είναι τι δουλειά κάνει!

Το παράδειγμα, ένα από τα αμέτρητα του είδους, καταδεικνύει τη δύναμη της ετικέτας σε μια κοινωνία όπου η αυτοσυντήρηση, σε συνδυασμό με την κοινωνική ματαιοδοξία, λειτουργούν ως υποκατάστατα βαθύτερων ανθρώπινων αξιών κι ενός φιλοσοφημένου τρόπου ζωής…

Ο άνθρωπος, κυριολεκτικά, περνά τη ζωή του συλλέγοντας ετικέτες! Κάποιες τις κληρονομεί ήδη από τη μέρα της γέννησής του: «Ο γιος του φαρμακοποιού», «η κόρη της καθηγήτριας», «ο ανιψιός του υπουργού», κλπ. Στο σχολείο αρχίζει να μαζεύει δικές του: «Ο ψηλός», «η χοντρή», «ο σπασίκλας», «το φυτό», «η ανέραστη» (ή κάπως αλλιώς), «ο ξένος», «ο βάζελος», «ο γαύρος»… Στο πανεπιστήμιο, η ετικετοποίηση αποκτά κοινωνικοπολιτική χροιά: «Ο φασίστας», «ο ρατσιστής», «το κομμούνι», «ο ανάρχας», «ο θολοκουλτουριάρης»…

Αργότερα, κάποιοι «πετυχαίνουν στη ζωή τους» και αποκτούν αξιώματα και τίτλους. Έτσι, διαβάζουμε στα βιογραφικά και στις επαγγελματικές κάρτες τους: «Διευθυντής πωλήσεων της τάδε εταιρείας», «δικηγόρος παρ’ Αρείω Πάγω», «αριστοβάθμιος μαθηματικός», «πολυνίκης προπονητής», «διακεκριμένος χειρουργός», «επιτυχημένος αρχιτέκτων», «πολυδιαβασμένος συγγραφέας», «φημισμένος στρατηγός»… Και, η απεχθέστερη πασών των ετικετών: «Προφέσορ-Δόκτωρ Τάδε, Διευθυντής του δείνα Τομέα – ή Εργαστηρίου – του Πανεπιστημίου Τάδε»!

Ναι, είναι αλήθεια: Εμείς οι (κατ’ ευφημισμόν) «δάσκαλοι» στα «ρετιρέ» της εκπαίδευσης, ανήκουμε στα λιγότερο αξιοσέβαστα όντα πάνω στον πλανήτη. Αλαζόνες και ματαιόδοξοι, μετράμε τη συμβολή μας στην ανθρώπινη γνώση με τη χρήση ψυχρών κι ανούσιων αριθμών (τόσα papers, τόσα συνέδρια, τόσες αναφορές, τόσες αφ’ υψηλού κριτικές του μόχθου άλλων…). Από την άλλη, ελάχιστα νοιαζόμαστε για τη διαμόρφωση ψυχών και το χτίσιμο χαρακτήρων των μαθητών μας (των κατά παράδοση καλούμενων «φοιτητών», έτσι ώστε να ξεχωρίζουμε από άλλα, «κατώτερα» – υποτίθεται – είδη εκπαιδευτικών, που στ’ αλήθεια είναι πολύ ανώτερα, με βάση το τιτάνιο παιδαγωγικό έργο που επιτελούν!).

Διδάσκουμε τους μαθητές μας να εξωστρέφονται όπως κι εμείς, λησμονώντας ότι η υπέρτατη γνώση είναι το «γνώθι σαυτόν», εντολή αναζήτησης νοήματος ζωής που την παπαγαλίσαμε κάποτε σε μαθήματα Φιλοσοφίας, χωρίς ποτέ να νιώσουμε το βαθύτερο μήνυμά της. Τους μαθαίνουμε να επιδιώκουν – και να κρίνονται με βάση – την ποσότητα, θυσιάζοντας, αν είναι ανάγκη, την ποιότητα. Τους δείχνουμε, με το ίδιο μας το παράδειγμα, πώς να συλλέγουν ετικέτες, αντί να αναζητούν νοήματα…

Τα τέρατα που πλάθουμε ως εκπαιδευτικοί, μα ακόμα κι ως απλοί γονείς (για να κατανείμουμε συμμετρικά και δίκαια τις ευθύνες) θα φτάσουν κάποια μέρα – όπως νωρίτερα θα έχουμε ήδη φτάσει εμείς – στο τέλος της διαδρομής. Και, ρίχνοντας μια τελευταία, σβησμένη ματιά στον καθρέφτη, θα αναρωτηθούν: «Ποιος είμαι, τελικά;» Μα, το είδωλο του προσώπου δεν θα φαίνεται πια. Θα το σκεπάζουν αναρίθμητα μικρά χαρτάκια κολλημένα πάνω του: οι ετικέτες μιας ζωής!

«Ποιος είμαι, λοιπόν;» Ο γόνος της κάποτε σπουδαίας οικογένειας; Ο δυνατός–σπασίκλας–μάγκας (κλπ.) του σχολείου; Ο ωραίος, πολιτικοποιημένος και δημοφιλής τύπος του πανεπιστημίου; Ο επιτυχημένος επαγγελματίας, που ξόδεψε μια ζωή κυνηγώντας, σαν τη σκιά του, το παραπανίσιο χρήμα; Ο σπουδαίος ρήτορας στη Βουλή, που έχασε, στο τέλος, τη φωνή του; Ο μεγάλος επιστήμων-ερευνητής, που συνέγραψε μερικές ντουζίνες επιστημονικών άρθρων που έχουν πια ξεπεραστεί και λησμονηθεί, και που κολλούσε στην πόρτα του γραφείου του – ως τρόπαιο, μα κι ως τεκμήριο ακαδημαϊκής ματαιοδοξίας – την παραμικρή αναφορά στο περίλαμπρο όνομά του;

«Ποιος είμαι;» Μια ερώτηση που, το πιθανότερο είναι πως δεν θα απαντηθεί ποτέ (αν μη τι άλλο, σ’ αυτήν εδώ τη διάσταση της ύπαρξης). Το μόνο ερώτημα που ενδέχεται να είναι εφικτό να απαντήσουμε (μερικώς, τουλάχιστον) είναι: «Ποιος δεν είμαι;»

Και, καθώς θα βρίσκουμε τις απαντήσεις, ίσως αρχίσουν τότε να ξεκολλούν μία-μία οι ετικέτες που μας έβαλαν, ή που μόνοι μας κολλήσαμε. Και ξεκινήσει έτσι να αχνοφαίνεται μια υποψία προσώπου στον καθρέφτη…

Έστω την τελευταία στιγμή, που μπορεί να ‘ναι κι η πρώτη…

Aixmi.gr

Δευτέρα 15 Σεπτεμβρίου 2014

Η κατάργηση του ασύλου έχει ήδη γίνει με τον εκφυλισμό του...

Παλιό αλλά πάντα επίκαιρο...

Γράφει ο Π. Λάτας

Χθες βράδυ έπεσα πάνω σε συμμορία κλεφτών που είχε αφαιρέσει όλη την οικοσκευή μου. Αυτή τη στιγμή βρισκόμαστε ακόμα σε σύσκεψη με τον διοικητή του αστυνομικού τμήματος, τον δήμαρχο, τον αντιπεριφερειάρχη και τον υπουργό Δικαιοσύνης για να δούμε πως μπορούμε να αναστείλουμε την ισχύ του νόμου περί Προστασίας της Περιουσίας, για να καταφέρω να ξαναπάρω τη περιουσία μου πίσω. Βλέπετε, για όλους αυτούς τους κυρίους η προσπάθεια επανάκτησης των πραγμάτων μου από τα χέρια των κλεφτών δεν είναι αυτονόητη, αλλά συνιστά παραβίαση του νόμου που απαγορεύει την αφαίρεση πραγμάτων δίχως τη συγκατάθεση αυτού που τα κατέχει! Γι αυτό απαιτείται η αναστολή της ισχύος αυτού του νόμου για τουλάχιστον δέκα λεπτά. Τόσο χρειαζόμαστε.

Στο μεταξύ οι κλέφτες έχουν στρώσει πάνω στο πλυντήριο τα σουβλάκια και τις μπύρες που απαίτησαν να τους προσφέρουμε και μας διαμήνυσαν πως θα μας επιστρέψουν τα πράγματά μας μόνο όταν τους δώσουμε άλλα, ίσης αξίας και υποσχεθούμε ότι δεν θα τους διώξουμε αν ξανακάνουν κάτι παρόμοιο στο μέλλον! Ζήτησαν επίσης σύνταξη στα 25.

Ο πρόλογος αυτός δεν είναι περισσότερο περίεργος από αυτό που συμβαίνει τις τελευταίες δεκαετίες με το διαβόητο “πανεπιστημιακό άσυλο”.

Η χώρα αυτή έχει ποικιλότροπα ταλαιπωρηθεί στο παρελθόν, από πολλούς καλοθελητές. Η απαγόρευση ελεύθερης έκφρασης και η τιμωρία των όποιων διαφωνούντων έχουν γίνει αρκετές φορές πεδία εφαρμογής ασκήσεων αυθαιρεσίας και αντιδημοκρατικότητας. Δικτατορικά καθεστώτα είχαν φιμώσει αρκετές φορές καθηγητές ή φοιτητές που, εντός των πανεπιστημιακών χώρων, διατύπωναν τις όποιες ενστάσεις τους στα πολιτικά τεκταινόμενα. Αυτό ήθελε να αποτρέψει η θέσπιση του περίφημου Πανεπιστημιακού Ασύλου και αυτή την ελευθερία επεδίωκε να διασφαλίσει.

Το 1973 και τα γεγονότα του θρυλικού Πολυτεχνείου μας έκαναν ακόμα πιό ευαίσθητους στο θέμα αυτό. Γιατί εκεί φάνηκε τόσο ανάγλυφα -και τραγικά- η αξία του ασύλου και τι σημαίνει η κατάλυσή του. Ίσως όμως αυτό μας απέτρεψε να δούμε πως το πράγμα “στράβωσε” στα επόμενα χρόνια της πλειοδοσίας λαϊκισμού και “δημοκρατικότητας” που ακολούθησαν. Συνηθίζεται άλλωστε αυτό στη χώρα που η ευκολία, η εντυπωσιοθηρία και η ανοησία στα λόγια και έργα έχουν γίνει θρησκεία. (Πάντα πολυθεϊστές είμασταν). Σύντομα φτάσαμε στο σημείο να μπαίνουν ελεύθερα όποια ετερόκλητα άτομα επιθυμούσαν στο Πολυτεχνείο ή την ΑΣΟΕΕ και να επιδίδονται σε λεηλασίες, βανδαλισμούς ή και… εμπρησμούς, δίχως κανείς να τολμήσει να τους αγγίξει! Ουδείς πρύτανης τολμούσε να δώσει άδεια εισόδου στην αστυνομία και ο αμήχανος εισαγγελέας και η άλλο τόσο αμήχανη αστυνομία παρακολουθούσαν με σταυρωμένα χέρια το έγκλημα, όσο και αν η κοινωνία απορούσε και αγανακτούσε με αυτή την απραξία. Τέτοιος φόβος μήπως ανακληθούν μελανές μνήμες με το εισβάλλον τάνκ. Τέτοια αδυναμία διάκρισης των πολιτικών και κοινωνικών διαφορών με εκείνη τη μαύρη περίοδο των γελοίων Παττακοπαπαδόπουλων!

Να το κάνουμε “λιανά”: Εκείνο που δεν καταννοούσαν οι “αρμόδιοι” είναι ότι το άσυλο καταλυόταν από τους εισβάλλοντες εξωπανεπιστημιακούς καταληψίες και όχι από την απομάκρυνσή τους! Με τις λεηλασίες, εμπρησμούς και κλοπές το άσυλο καταπατείται βάναυσα. Επομένως η αποκατάσταση της φυσιολογικής κατάστασης των πραγμάτων δεν συνιστά παραβίαση του ασύλου, αλλά… ΑΠΟΚΑΤΑΣΤΑΣΗ του! Τόσο απλό.

Το πανεπιστημιακό άσυλο ισχύει για συγκεκριμένες καταστάσεις, λειτουργίες, διακίνηση ιδεών κ.ο.κ. Δεν ισχύει όταν γίνονται βανδαλισμοί, κλοπές και εμπρησμοί! Ο νόμος το προβλέπει άλλωστε σαφώς. Όμως θα πρέπει να έχουμε διάθεση να τον εφαρμόσουμε. Όταν γίνονται τέτοιες πράξεις, όπως καταλήψεις από εξωπανεπιστημιακά στοιχεία ή βανδαλισμοί από οποιονδήποτε, απαιτείται η αποκατάστασή του και όχι η… κατάργσή του! Τι νοσηρή αντιστροφή εννοιών έχει κολλήσει στο μυαλό μας για να θεωρούμε ότι το άσυλο προστατεύει οποιονδήποτε κάνει οτιδήποτε εντός των πανεπιστημιακών χώρων; Ουδείς έως τώρα το έχει αντιληφθεί το αυτονόητο: Ότι οι συζητήσεις δεν πρέπει να γίνονται στη βάση αν πρέπει να… αρθεί το άσυλο για να επέμβει ο εισαγγελέας γηια απομάκρυνση αυθαίρετων καταληψιών, αλλά στη βάση αν αξίζει ως κοινωνία να προστατεύσουμε το άσυλο, δηλαδή την ουσία και το πνεύμα του, αποκαθιστώντας αυτό ακριβώς που προβλέπει: Προστασία των χώρων στο πλαίσιο διακίνησης ιδεών! Εκείνο δηλαδή που χρειαζόμαστε ως δημοκρατική κοινωνία δεν είναι η κατάργηση του ασύλου αλλά -επιτέλους!- η τήρηση του νόμου και η δικαίωση του περιεχόμενου του.

Μυριάδες “ειδικοί” και εκατομμύρια Έλληνες προβληματίστηκαν εμβριθώς και περισπουδάστως για το αν θα πρέπει να… αρθεί το άσυλο για την απομάκρυνση ή (και) σύλληψη των 240 λαθρομεταναστών που εντελώς αυθαίρετα και παράνομα κατέλαβαν το κτίριο της Νομικής Σχολής -με παρακίνηση και καθοδήγηση ανόητων νεαρών με επικίνδυνα ανεύθυνες ηγεσίες- και δεν αντιλαμβάνονται ότι η ίδια η κατάληψη του κτιρίου ήταν αυτή που ΚΑΤΕΛΥΣΕ το άσυλο και καταρράκωσε την έννοιά του! Δεν υπάρχει επομένως λόγος πρόσκαιρης άρσης ή οριστικής κατάργησης του πανεπιστημιακού ασύλου, αλλά… ΑΠΟΚΑΤΑΣΤΑΣΗΣ του!

Η είσοδος του οποιουδήποτε άσχετου, με αυτό το σκοπό (το τονίζω για τους κακόπιστους: ΜΕ ΑΥΤΟ ΤΟ ΣΚΟΠΟ), σε πανεπιστημιακό κτίριο, όπως φυσικά και η κατάληψή του συνιστά, εκτός των άλλων άμεση κατάλυση του διαβόητου και ταλαιπωρημένου ασύλου και προσβολή του δημοκρατικού αισθήματος των πολιτών που το θέσπισαν! Περιφρόνηση του πνεύματος του νόμου και κατάχρηση της διάθεσης της κοινωνίας για προστασία της διακίνησης ιδεών. Τα πανεπιστήμια δεν είναι κάτι ανάλογο των αρχαίων ελληνικών ναών: Εκεί ακόμα και ο δολοφόνος ή ο προδότης της πατρίδας μπορούσε να εισέλθει για να επικαλεστεί προστασία από τον Θεό. Ήταν τέτοιος ο σεβασμός του χώρου που ακόμα και ο όχλος που κυνηγούσε κάποιον με σκοπό να τον λυντσάρει… “κοκκάλωνε” στη πόρτα του ναού, μη τολμώντας να κάνει ούτε βήμα πέρα από αυτήν! Οι παραβάτες είχαν σκληρότερη τιμωρία και από αυτήν του κατατρεγμένου φονιά. Ίσως λοιπόν η παρεξήγηση των εννοιών να κρύβεται στο πατρογονικό DNA μας, αν και δεν είμαι τόσο ρομαντικός να το αποδώσω εκεί. Το σίγουρο είναι πως πολλοί συνέλληνες θεωρούν πως όταν π.χ. κάποιος σκοτώσει κάποιον και καταφύγει σε πανεπιστημιακό κτίριο οι εισαγγελείς και αστυνομικοί πρέπει να ζητήσουν… άδεια για να εισέλθουν και να τον συλλάβουν! Το τραγικό είναι ότι μεταξύ αυτών των πεπλανημένων συνελλήνων είναι ΚΑΙ οι εισαγγελείς με την αστυνομία!

Αποτέλεσμα: Η πολιτεία διαπραγματεύεται με τους καταληψίες τους όρους εγκατάλειψης του κτιρίου, ενώ οι καταληψίες, πεπεισμένοι από κάποια καλοζωϊσμένα πιτσιρίκια (που θεωρούν ότι έτσι δικαιώνονται ως δήθεν αριστεροί και τα οποία βλέπουν στο καθρέφτη τους τους συνεχιστές των αγωνιστών του ’73) ότι “κανείς δεν μπορεί να τους βγάλει”, απαιτούν μαζικές νομιμοποιήσεις, “δουλειά για όλους”, ίσα δικαιώματα (με τους συντρόφους φοιτητές), ίσως και σύνταξη στα 25 κ.ο.κ.

Μα, θα αντιτείνει κάποιος, ο επαναπεριορισμός του πανεπιστημιακού ασύλου σε αυτό που πραγματικά οφείλει να είναι μήπως ανοίγει κερκόπορτες σε κάποιους που επιβουλεύονται τις πολιτικές ελευθερίες μας; Μήπως θα αποτελέσει έρεισμα αντιδημοκρατικών επεμβάσεων, καταστολής κ.ο.κ.; Η απάντηση είναι απλή: Πρέπει να παραδεχθούμε ότι το πανεπιστήμιο δεν είναι αυτό που ήταν κάποτε. Ούτε πνευματικός “φάρος” είναι πλέον, ούτε πολιτική εμπροσθοφυλακή. Αυτά τα στερεότυπα έχουν πλέον ξεπεραστεί.

Είναι επίσης απαραίτητο να δεχτούμε ότι οι πολιτικές ελευθερίες που στο μεταξύ έχουν εμπεδωθεί, όπως και η πλημμυρίδα ελεύθερης και αλογόκριτης πληροφόρησης έχουν αποδυναμώσει περαιτέρω το έρμα και το ρόλο του πανεπιστημιακού ιδρύματος! Κάποτε ο κάτοχος πανεπιστημιακού πτυχίου ήταν “κάποιος”, διέθετε βαρύτητα λόγου. Τώρα; Δεν είναι τίποτα, γιατί η ίδια η στατιστική το επιτάσσει: Όλοι λίγο πολύ σπουδάζουν, όλοι λίγο πολύ έχουν δυνατότητα πρόσβασης σε πληροφορίες. Άρα, η προτίμησή μας στη συνέχιση ισχύος αυτού του θεσμού, δηλαδή του πανεπιστημιακού ασύλου, περισσότερο ως σεβασμός σε κάποια δημοκρατική παράδοση πρέπει να εκληφθεί και λιγότερο ως ουσιαστική διασφάλιση των δημοκρατικών όρων διακίνησης ιδεών! Γιατί αν κάποιος θελήσει να “δοκιμάσει” τη δημοκρατία… είναι σίγουρο ότι δεν θα του σταθεί εμπόδιο το σημερινό “ξεχειλωμένο” πανεπιστημιακό άσυλο, αλλά ούτε και θα τον διευκολύνει το άσυλο που θα είναι περιορισμένο στις πραγματικές και σαφώς οριοθετημένες απ’το νόμο διαστάσεις του! Μη κοροϊδευόμαστε: Ο θεσμός του πανεπιστημιακού ασύλου έχει εκφυλιστεί σε κάτι που δεν έχει καμιά σχέση με τις αρχικές δημοκρατικές προθέσεις! Δεν είναι άλλωστε ο μόνος θεσμός (ή έθιμο) που εκφυλίστηκε σ’ αυτή τη χώρα της αφασίας. Έχουν προηγηθεί και άλλα πολλά που θα μας απασχολήσουν στο μέλλον.

Πηγή: Greece SOS

Τετάρτη 27 Αυγούστου 2014

Δύο άρθρα για τον κοινωνικό ρατσισμό

Αργεί πολύ ο εξευρωπαϊσμός της Ευρώπης...

Της Ελένης Αθανασούλη

Διαβάζω σε παράπλευρο άρθρο του Λόγιου Ερμή, πως η νέα υπουργός Υγείας της Λιθουανίας, δήλωσε ότι «Η ευθανασία θα μπορούσε να αποτελεί μία χρήσιμη εναλλακτική για όσους δεν μπορούν να έχουν πρόσβαση στην υγειονομική περίθαλψη και πάσχουν από βαριές ασθένειες». Κατ’αρχήν η δήλωση αυτή έγινε από αναρμόδιο πρόσωπο. Κανονικά θα έπρεπε να την κάνει ένας υπουργός με αντικείμενο τον πληθυσμό και τα προβλήματα που δημιουργεί ο υπερπληθυσμός της χώρας. Ασφαλώς όχι-σε καμμία περίπτωση- ένας υπουργός υγείας...

Διαβάστε τη συνέχεια...


Οικονομικός ρατσισμός (ή, όταν ο Χίτλερ συνάντησε τις αγορές)

Του Κώστα Παπαχρήστου

Στο εφιαλτικό άρθρο της «Σκοτώστε τους φτωχούς ασθενείς!», η Ντίνα Εξάρχου αναφέρεται στην κυνική πρόταση της νέας υπουργού Υγείας της Λιθουανίας να καταφεύγουν στην ευθανασία οι φτωχοί που πάσχουν από σοβαρές ανίατες ασθένειες και δεν έχουν τα μέσα για μια ανακουφιστική φροντίδα (palliative care), προκειμένου να μην επιβαρύνουν τον κρατικό προϋπολογισμό αλλά και τους ίδιους τους συγγενείς τους. (...)
Το θέμα που θα μας απασχολήσει στο παρόν σημείωμα πηγαίνει πολύ πέρα από το αν μια άγνωστη, πρώην μαρξίστρια Λιθουανή πολιτικός, εννοούσε ή όχι αυτά που (μάλλον σωστά, κατ’ εμέ) της αποδίδονται. Αυτό που σε κάποιους από εμάς φαντάζει ανατριχιαστικό είναι η ίδια η φιλοσοφία της σύγχρονης «κοινωνίας της αγοράς» σε σχέση με την Υγεία. (Θα προσέθετα εξίσου και την Παιδεία, αλλά αυτό θα με έβγαζε εκτός θέματος…) Γιατί, το να σε αφήνουν να πεθάνεις (και μάλιστα, μαρτυρικά) αν δεν έχεις να πληρώσεις για μια αξιοπρεπή (ιδιωτική, φυσικά) περίθαλψη, είναι μια μορφή de facto ευθανασίας. Η κυρία υπουργός, παραμερίζοντας τα προσχήματα, πρότεινε απλά την de jure επισημοποίηση της ιδέας...

Διαβάστε το άρθρο...

Σάββατο 23 Αυγούστου 2014

«Γενοκτονία» της ελευθερίας του λόγου;

Σε προηγούμενα άρθρα μας για τον επί μακρόν κυοφορούμενο «αντιρατσιστικό νόμο» [1–3] είχαμε εκφράσει ανοιχτά την αντίθεσή μας στην ποινικοποίηση της άρνησης εγκλημάτων γενοκτονίας. (Τονίζω ιδιαίτερα τον όρο «άρνηση», προς αντιδιαστολή με την ηθικά και νομικά καταδικαστέα πράξη του εγκωμιασμού τέτοιων εγκλημάτων!) Στο παρόν σημείωμα, θα σταθούμε λίγο περισσότερο στο κρίσιμο αυτό ζήτημα που θέτει σε δοκιμασία τις ίδιες τις θεμελιώδεις αρχές του δημοκρατικού πολιτεύματος…

Ομολογώ πως ανήκω σ’ εκείνους που συμπαθούν ιδιαίτερα τον εβραϊκό λαό και αρνούνται πεισματικά να τον δουν ως τον «δαίμονα της Ιστορίας». Και η συμπάθειά μου τούτη μένει αλώβητη από την απάνθρωπη πολιτική του σύγχρονου Ισραήλ, την οποία, όπως είμαι σε θέση να γνωρίζω, αποκηρύσσουν και αρκετοί προοδευτικοί και ανοιχτόμυαλοι Εβραίοι!

Από την άλλη, όσο κι αν θαυμάζω τον γερμανικό πολιτισμό (ιδιαίτερα σε ό,τι αφορά τη μουσική), ακόμα κι αν πέφτω για ύπνο με τον «Χρυσό του Ρήνου» και ξυπνώ με το «Λυκόφως των θεών», έχω καταδικάσει μέσα μου οριστικά τον γερμανικό λαό (ναι, τον ίδιο το λαό, όχι απλά τους ναζί!) για το έγκλημα του Ολοκαυτώματος, ένα έγκλημα που οδήγησε τους φιλοσόφους να επανεξετάσουν τα όρια στην κλίμακα των ηθικών αξιών. Γιατί, είναι αδόκιμο να χαρακτηρίζει κανείς το Ολοκαύτωμα ως «κακό», αφού κι αυτό τούτο το κακό αποτελεί αξιολογική διαβάθμιση ανθρώπινης συμπεριφοράς και, ως εκ τούτου, εντάσσεται (ακόμα και στις ακρότατες εκδοχές του) στα ανθρώπινα μέτρα (το «ανθρώπινα» εδώ με οντολογική και όχι ηθική σημασία). Και το εν λόγω έγκλημα σίγουρα δεν ήταν πράξη ανθρώπινων όντων…

Παρέθεσα αυτά τα προσωπικά στοιχεία για να καταστήσω σαφές ότι δεν ανήκω σ’ εκείνους που θα αρνούνταν ένα (ούτως ή άλλως ιστορικά αυταπόδεικτο) έγκλημα γενοκτονίας. Και θα ανατρίχιαζα ακούγοντας κάποιον να ισχυρίζεται, π.χ., ότι το Ολοκαύτωμα είναι «αποκύημα της φαντασίας των Εβραίων»! Εν τούτοις, θα με ενοχλούσε ακόμα περισσότερο η δια ροπάλου απαγόρευση στον ίδιο άνθρωπο να εκφράζει ελεύθερα τις (όποιες) απόψεις του, στο βαθμό που η έκφρασή τους δεν συνιστά άμεση ή έμμεση προτροπή σε εγκληματικές (ή, γενικότερα, παράνομες) πράξεις!

Η αιτιολόγηση της ένστασής μου αυτής συνοψίζεται στα εξής σημεία:

1. Ποινικοποίηση της γνώμης δεν είναι διανοητή στο πλαίσιο μιας δημοκρατικής κοινωνίας. Αν κάτι κυρίως διαχωρίζει ένα δημοκρατικό καθεστώς από ένα μη-δημοκρατικό (σαν αυτά που, συν τοις άλλοις, βαρύνονται με εγκλήματα γενοκτονίας) είναι ακριβώς η ελευθερία του λόγου (το να επαναλάβουμε εδώ τη γνωστή φράση που – λανθασμένα ή όχι – αποδίδεται στον Βολταίρο, θα ήταν μάλλον περιττό). Και η στέρηση της ελευθερίας αυτής θα προσέφερε, το δίχως άλλο, επιχειρήματα σε κάθε αμφισβητία του πολιτεύματος.

2. Η δημοκρατία δεν απειλείται από τον βιασμό του ιστορικού αυταπόδεικτου, αλλά μάλλον από τα ίδια της τα φοβικά σύνδρομα απέναντι σε όσους τον εκπροσωπούν! Το μόνο αντίδοτο στον ανιστόρητο παραλογισμό είναι ο εμπεριστατωμένος, επιστημονικά τεκμηριωμένος αντίλογος. Και, για να έχει την ευκαιρία να ακουστεί ο δεύτερος, θα πρέπει να δοθεί η δυνατότητα να εκφραστεί ο πρώτος. Ένα υγιές πολίτευμα, βασισμένο σε στέρεους κώδικες ανθρώπινων αξιών, δεν θα ‘πρεπε να δίνει την εντύπωση πως φοβάται τους εχθρούς του κάθε φορά που επιχειρούν να ανοίξουν το στόμα τους. Μια καλά εδραιωμένη δημοκρατία δεν πρέπει να δείχνει επισφαλής – και, εν τέλει, ανασφαλής!

3. Όπως είχαμε σημειώσει παλιότερα [4], τον (νεο)ναζισμό δεν τον αντιμετωπίζει κανείς με νομικά μέσα αλλά με σωστή παιδεία και δημοκρατική καθοδήγηση. Γιατί, εκτός των άλλων, ένας στοχευμένος και μονομερής περιορισμός της ελευθερίας της έκφρασης θα μπορούσε να «ηρωοποιήσει» στα μάτια της κοινωνίας τους αποδέκτες (ή, κατά μία έννοια, τα «θύματα») μιας τέτοιας πολιτικής. Και, τελικά, θα εξυπηρετούσε απόλυτα τους επικοινωνιακούς σκοπούς τους!

Εν κατακλείδι, πιστεύουμε πως η ποινικοποίηση της άρνησης (όχι του εγκωμιασμού!) εγκλημάτων γενοκτονίας, όπως αυτή προβλέπεται στον νέο αντιρατσιστικό νόμο, είναι λάθος επιλογή. Πέραν του ότι εμφανώς παραβιάζει την δημοκρατικά κατοχυρωμένη ελευθερία του λόγου, φανερώνει και κάποια αδικαιολόγητη νευρικότητα – αν όχι ηττοπάθεια – του δημοκρατικού συστήματος απέναντι στους αρνητές του, τους οποίους, επί πλέον, εν δυνάμει αναβαθμίζει ηθικά από θύτες σε θύματα. Και όλα αυτά μάλλον ενδυναμώνουν τους τελευταίους, παρά τους αναχαιτίζουν…

Αναφορές:

[1] A conceptual approach to racism

[2] Σκέψεις πάνω στον αντιρατσιστικό νόμο

[3] Ρατσισμός: Καλώς τον τιμωρούμε. Μήπως πρέπει και να τον ορίσουμε;

[4] Ο ναζισμός και τα λάθη του πολιτικού συστήματος

Aixmi.gr

Πέμπτη 24 Ιουλίου 2014

Συμβολή στον περί λαϊκισμού προβληματισμό και την κριτική σκέψη ως στοιχείο μιας ελεύθερης προσωπικότητας

Άρθρο της Ελένης Αθανασούλη

Λαϊκίζω- Λαϊκισμός- Λαϊκός-Λαός

Αρχή σοφίας η των ονομάτων επίσκεψις.

Στους καιρούς που ζούμε, όπου πολλά πράγματα (σκοποί, εξαγγελίες, δράσεις, μέτρα, μέθοδοι, διαδικασίες) έχουν χάσει το νόημά τους, ας γνωρίζουμε τουλάχιστον το περιεχόμενο που έχουν κάποιες λέξεις, άσχετα από αυτούς που τις εκστομίζουν. Γιατί το περιεχόμενό τους νοηματοδοτεί τη ζωή μας και τον τρόπο που βλέπουμε τον κόσμο. Ίσως και τον τρόπο, που θα μπορούσαμε αν όχι να αλλάξουμε τον κόσμο, τουλάχιστον να τον καταλάβουμε και να βελτιωθούμε. Γιατί αν βελτιωθούμε εμείς, ίσως βελτιωθεί κι ο κόσμος μας.

Ας ξεκινήσουμε από τη βασική λέξη – τη λέξη Λαός- για να ανιχνεύσουμε τις έννοιες των παραγώγων από αυτήν.

Λαός

Με τη λέξη αυτή, που είναι θεμελιώδης στο Συνταγματικό Δίκαιο γιατί είναι συστατικό στοιχείο του ορισμού του Κράτους, νοούμε το σύνολο των πολιτών ενός Κράτους, ανεξαρτήτως της εθνικής αυτών προελεύσεως. Άλλως, το σύνολο των ασκούντων εκλογική αρμοδιότητα (εκλέγειν και εκλέγεσθαι), με την προϋπόθεση (αμφισβητούμενη κατ' εμέ, βλέπετε... υπάρχουν οι Κούρδοι, οι Παλαιστίνιοι, κάποτε οι Εβραίοι, εισβολείς κλπ.) της μόνιμης εγκατάστασης αυτών σε ορισμένη γεωγραφική περιοχή.

Με άλλα λόγια λαός είναι το έμψυχο στοιχείο ενός Κράτους.

Μαθαίναμε επίσης, στο Συνταγματικό Δίκαιο, ότι λαός, δεν είναι μονάχα όσοι ζουν στα εδαφικά όρια του Κράτους σε δεδομένη χρονική στιγμή, αλλά και οι παρελθούσες και οι μέλλουσες γενιές (Τό 'λεγε και ο Αριστοτέλης, στα Πολιτικά, βιβλ. Γ', κεφ. 1: “Την αυτήν είναι φατέον πόλιν, καίπερ αεί των μεν φθειρομένων των δε γινομένων, ώσπερ και ποταμούς ειώθαμεν λέγειν τους αυτούς, και κρήνας τας αυτάς, καίπερ αεί του μεν επιγινομένου νάματος του δ' υπεξιόντος”). Έτσι λοιπόν, ο λαός αποτελεί την ιστορική ενότητα, η οποία σε δεδομένο χρονικό σημείο εμφανίζεται δια των ζώντων κατά το χρονικό τούτο σημείο (κατ' αντιγραφήν από το διδακτικό εγχειρίδιο του πρώτου μου έτους, στα πολύ παλιά χρόνια της Νομικής!).

Λαϊκός (επίθετο με κατάληξη -κος)

Ο έχων σχέση ως ανήκων/αναφερόμενος/αφορών τον Λαό.

Λαϊκισμός (ουσιαστικό με κατάληξη -σμος)

Ενέργεια, ή πράξη προερχομένη ή τείνουσα προς τον λαό

Λαϊκίζω

Ενεργώ, δρω προς χάριν, εξυπηρέτηση, υπεράσπιση των στόχων, των αναγκών, των οραμάτων, των θελημάτων κλπ. του λαού. Η κατάχρηση, ή η προσχηματική δράση, οδηγεί ασφαλώς στην αναίρεση της ουσίας -του αληθούς σκοπού- της δράσης.


Ύστερα από τις παραπάνω (στοιχειώδους επιπέδου) γλωσσολογικής φύσεως σημειώσεις, εν όψει και του γεγονότος ότι όλα τα σημαινόμενα αφορούν δράσεις με δημόσιο χαρακτήρα, που υπερβαίνουν το δρών άτομο και τείνουν σε ένα απώτερο σκοπό, θα δούμε ακροθιγώς τον τρόπο που οργανώνονται αφ' ενός ο σκοπός που εκάστοτε επιδιώκεται και αφ' ετέρου οι δράσεις αυτών που -υποτίθεται ότι- υπηρετούν τις ανάγκες και το θέλημα του Λαού.

Στις κατ' ιδίαν –και άσχετες με τις πανεπιστημιακές παραδόσεις- μυσταγωγικές νουθεσίες Συνταγματικού Δικαίου που απόλαυσα στα χρόνια της νομικής μου σπουδής και κατάρτισης, ανάμεσα στα “πρώτα μαθήματα” που πήρα ήταν και μερικοί ορισμοί, που χαράχτηκαν βαθιά στην ψυχή και το χαρακτήρα μου, ως πολίτη και ως νομικού.

Αντιγράφω, παρενθετικά, από τις καθαρευουσιάνικες χειρόγραφες σημειώσεις μου:

Σημείωση 1: “Σύνταγμα υπό ουσιαστική έννοια είναι σύνολο νομικών κανόνων δι' ων καθορίζονται αφ' ενός η μορφή του Κράτους και κατά βάσιν η ύπαρξις, η αρμοδιότης, ο τρόπος ενεργείας και η προς άλληλα σχέσις των οργάνων αυτού και αφ' ετέρου τα όρια της κρατικής εξουσίας απέναντι των υπηκόων. Σύνταγμα υπό τυπικήν έννοιαν είναι ο γραπτός Θεμελιώδης Νόμος ο έχων συνήθως ηυξημένην τυπικήν δύναμιν, ήτοι διαφέρων των συνήθων κατά τον τρόπον της θέσεως και μεταβολής αυτού. Η τυπική έννοια του συντάγματος έχει δύσο συτατικά στοιχεία: πάντοτε μεν την γραπτήν διατύπωσιν, συνήθως δε και την ιδιαιτέραν τυπικήν δύναμιν. (Α. ΣΒΩΛΟΣ”).

Κι ακόμη: “Είναι τάξις ταις πόλεσιν η περί τας αρχάς τίνα τρόπον νενέμηνται και τί το κύριον της Πολιτείας. Αριστοτέλους Πολιτικά ΔΊ παρ. 5)

Σημείωση 2: Κατά τη θεωρία του Φυσικού Δικαίου : “Αι ατομικαί ελευθερίαι είναι δικαιώματα σύμφυτα τώ ανθρώπω μη λαμβάνοντα την ύπαρξιν αυτών από της θελήσεως της Πολιτείας, αλλ' εγγραφόμεναι εις τον Θεμελιώδη Νόμον του Κράτους δια να ασφαλίζωνται. Ν. Σαρίπολος.”

Σημείωση 3: “Εκεί που η Ελευθερία φυγαδεύεται, εκεί εξοστρακίζονται οι σοφοί, αλυσοδένεται η Τέχνη, και η κοινωνία η πολύμορφος και αεικίνητος πριν, καθίσταται βιαίως αγέλη ομοιομόρφων όντων” (Α. Σβώλος, αγόρευση προς τους φοιτητές του στο τελευταίο του μάθημα, πριν φύγει για την Αντίσταση στη Γερμανική Κατοχή).

Και όταν -κατά τα παραπάνω (και παρενθετικά)- λέμε “Σύνταγμα υπό ουσιαστική έννοια” (με άλλα λόγια Θεμελιώδης Νόμος, Καταστατικός της Πολιτείας Χάρτης), εννοούμε την καθαρή συμφωνία αρχόντων και αρχομένων για τους σκοπούς και τους στόχους που από κοινού θα επιδιωχθούν. Επίσης, όταν λέμε “Σύνταγμα υπό τυπική έννοια” εννοούμε την καθαρή συμφωνία αρχόντων και αρχομένων, πως δεσμευόμαστε όλοι, σε αυτούς τους σκοπούς και τους στόχους, και δεν θα τα γυρίζουμε ανάποδα κάθε τόσο.

Όταν λοιπόν ο σκοπός αφορά εξυπηρέτηση των στόχων/αναγκών/οραμάτων/θελημάτων του λαού, -όπως ο λαός προσδιορίστηκε παραπάνω- για να είναι αληθής η σχετική εξαγγελία, ο σκοπός θα πρέπει να είναι τουλάχιστον διαρκής (δρόμοι, σχολεία, ασφάλεια, υποδομές υγείας, επιμερισμένη κατά τις δυνάμεις/ικανότητες συνεισφορά κλπ), και καθολικής ισχύος ως προς τους πολίτες ( να ωφελούνται όλοι πολίτες, να έχουν δυνατότητα όλοι οι πολίτες, να τιμωρούνται για το ίδιο πράγμα όλοι πολίτες, κλπ.). Όταν η Πολιτεία κατοχυρώνει ατομικά δικαιώματα των πολιτών (του έμψυχου δηλαδή υλικού και στοιχείου της), αυτά θα πρέπει να κατοχυρώνονται πραγματικά, και όχι κατά πώς βολεύει στην περίσταση.

Σημείωση 4: “Εἴπερ ἡ ἐλευθερία ἀπό της οικουμένης απάσης εδιώκετο, ήθελε διασωθή εν Ευρώπη. Ει δε από της Ευρώπης πάσης εφυγαδεύετο, έδει αυτήν ευρείν καταφυγήν εν τη κοιτίδι αυτής, τη ωραία ημών Ελλάδι. Ει δε από ταύτης εξωθείτο, το ιερόν τούτο του Πανεπιστημίου έδος άξιον αυτής ήθελε γενή κρυπτήριον και κρυφιομύσται αυτής οι εν αυτώ της σοφίας λειτουργοί. Ει δε τέλος και ενταύθα ο απηνής διωγμός κατελάμβανεν αυτήν, ήθελον παραλάβει αυτήν, εγώ τουλάχιστον, υπό την καθηγητικής τήβεννόν μου και καταβή μελανείμων την έδραν ταύτην ως διοπετές τι παλλάδιον κατακρύπτων αυτήν μεχρις ού αισιώτεραι επιλάμψωσιν ημέραι, όπως την φυγάδα αποδώσω τη Πατρίδι...". (απόσπασμα από τον Εναρκτήριο λόγο (1862) Ν.Ν.Σαρίπολου, ο οποίος 10 χρόνια ενωρίτερα είχε χάσει την έδρα του για πολιτικούς λόγους).

Αυτά και άλλα παρόμοια διαμόρφωσαν τη σκέψη μου όχι μόνο ως πολίτη, αλλά και ως επαγγελματία με αντικείμενο την εκζήτηση της άσκησης και της προστασίας των δικαιωμάτων και των υποχρεώσεών μου, εμού και των πελατών μου, αλλά και όσων μπορούσα να επηρεάσω ή όσων εξηρτώντο από τις συμβουλές και την καθοδήγησή μου.

Σήμερα, πολλά από όσα γνώριζα ως δεδομένα και επεδίωκα ως λογικές συνέπειες των δεδομένων εκείνων, μοιάζουν μακρινά. Ίσως, γιατί στη βιασύνη μας να δράσουμε, να αποκτήσουμε, να αποδεσμευθούμε από περιορισμούς και υποχρεώσεις, φτιασιδώσαμε τις λέξεις και το περιεχόμενό τους, έτσι που πάντα να μας δικαιώνουν. Και ποτέ να μας υποχρεώνουν.

Ίσως, στη διαμόρφωση της έννοιας του “λαϊκισμού”, έχει -ανεπαισθήτως αλλά καθοριστικώς- εισχωρήσει και επιδράσει ο πιθηκισμός: Δηλαδή η απομίμηση ενεργειών χωρίς το αληθές τους νόημα.

Άλλοτε υπαγορεύαμε στα ατυχή ανθρωποειδή τί να κάνουν για χάρη μας, και αυτά έναντι του επιδεικνυομένου τιμήματος συμμορφώνονταν. Σήμερα επιτήδειοι δια κενών υποσχέσεων προς ενδεείς, αποσπούν συναινέσεις για να ωφεληθούν στενά οι ίδιοι και οι φίλοι τους. Δεν είναι ανθρωποειδή οι ενδεείς, εκείνοι είναι, απλώς, απατεώνες.

Απατεώνας όμως είναι κι όποιος υποκρινόμενος συμμόρφωση προς τα πιθηκικά προστάγματα (οποθενδήποτε εκπεμπόμενα) επιδιώκει να λάβει το αντάλλαγμα.

Η ελευθερία του ατόμου κατήργησε την ελεύθερη και υπεύθυνη προσωπικότητα.

Και η ελευθερία της έκφρασης κατήργησε την ελευθερία της σκέψης.

Το δικαίωμα του εκλέγεσθαι απέκτησε αξία, κι έχασε τη σημασία του.

Και η Αρετή; Η Σοφία; Η Ελευθερία;

Έχουν χαθεί, μέσα στις σελίδες του "48 laws of power".


Ελένη Αθανασούλη

Σάββατο 19 Ιουλίου 2014

Λαϊκισμός: Και όμως, υπάρχει!

Στην κεντρική σελίδα του Aixmi.gr, βρίσκεται μια κυλιόμενη, τριπλή στήλη όπου εμφανίζονται οι τίτλοι επιλεγμένων αναρτήσεων, αντιπροσωπευτικών του ύφους του site. Ανάμεσα σ’ αυτές, υπάρχει κάποια στην οποία ο γράφων ενίσταται στη διαφαινόμενη διολίσθηση αξιόλογου συναρθρογράφου (και καλού του φίλου) στον πολιτικό λαϊκισμό, έννοια της οποίας (ελλείψει συμπαγούς ορισμού της) απαριθμούνται τα χαρακτηριστικά γνωρίσματα. Ας τα θυμηθούμε:

1. Η υπεραπλούστευση, η ρηχότητα των θέσεων και η αποφυγή κάθε είδους σοβαρής αναλυτικής προσέγγισης των πραγμάτων.

2. Η στόχευση στο θυμικό αντί στη λογική.

3. Η χρήση ευτελούς συνθηματολογίας (ενίοτε, ακόμα και χυδαιολογίας) στη θέση μιας γνήσιας πολιτικής επιχειρηματολογίας.

4. Η πολιτικά καιροσκοπική και κοινωνικά επικίνδυνη αξιοποίηση του μαζικού θυμού.

Τα σχόλια των αναγνωστών, τα οποία συνοδεύουν το άρθρο, είναι ανάμικτα. Κάποια, μάλιστα, από τα αρνητικά σχόλια μαρτυρούν έντονη συναισθηματική φόρτιση! Οι ενστάσεις αφορούν, κυρίως, το κατά πόσον η κατηγορία περί λαϊκισμού είναι, εν προκειμένω, δίκαιη. Φυσικά, σε καμία περίπτωση δεν αμφισβητείται η ίδια η έννοια του λαϊκισμού ως αναγνωρίσιμης πολιτικής συμπεριφοράς, εν γένει…

Κόντευα να λησμονήσω αυτή τη συζήτηση, όταν ξαφνικά έπεσε στα χέρια μου (και, ομολογώ, κατά κάποιον τρόπο με ξάφνιασε) άρθρο έγκριτου ακαδημαϊκού, στο οποίο, ούτε λίγο–ούτε πολύ, τίθεται εν αμφιβόλω αυτή τούτη η δοκιμότητα του όρου «λαϊκισμός». Διότι, σε ακόμα θεμελιωδέστερο εννοιολογικό επίπεδο, κρίνεται ως λανθασμένη η ίδια η πολιτική χρήση του όρου «λαός»!

Ας σταχυολογήσουμε μερικά από τα επιχειρήματα που περιέχονται στο ιδιαίτερα ενδιαφέρον αυτό άρθρο:

1. Όσοι εκφράζουν κριτική στο λαϊκισμό, προβάλλουν νοητικά ένα πολιτικό υποκείμενο, το «λαό», που έχει αδυναμίες, επικίνδυνες ροπές και ανωριμότητα, έτσι ώστε να χρειάζεται προστασία και καθοδήγηση. Ο λαϊκιστής, σύμφωνα με τους επικριτές του, είναι απλά ο λάθος καθοδηγητής, αυτός που οδηγεί το λαό μακριά από το «σωστό» δρόμο.

2. Στην πραγματικότητα, δεν υφίσταται «λαός» ως ενιαία κοινωνική συλλογικότητα. Η λέξη αυτή αντιπροσωπεύει μια κατασκευή του νου, μια νοητική σύμβαση. Λαός με άλλη έννοια (γλώσσα, πολιτισμικά γνωρίσματα, συνείδηση κοινής ταυτότητας) υπάρχει. Δεν υπάρχει όμως πολιτικός λαός, ο οποίος συμπεριφέρεται ενιαία στο πολιτικό πεδίο.

3. Σε μια εκλογική αναμέτρηση, ο «λαός» περιγράφεται συνήθως ως μία ενιαία πολιτική συνειδητότητα που διανέμει τα ποσοστά σκεπτόμενη το συμφέρον του τόπου. Σύμφωνα με αυτή τη μεταφυσική εικόνα, πριν πάει ο «λαός» στην κάλπη, σκέφτεται ποια κατανομή ποσοστών είναι προς το συμφέρον της χώρας και ειδοποιεί τα «αντίγραφά» του (τους ψηφοφόρους) για την ορθή κατανομή. Έτσι, προκύπτει ένα «σοφό» εκλογικό αποτέλεσμα!

4. Αυτοί που στην πραγματικότητα διαμορφώνουν το εκλογικό αποτέλεσμα είναι εκατομμύρια πολίτες – όχι αντίγραφα του «λαού» – με διαφορετικές ιδέες, συναισθήματα και συμφέροντα, που πηγαίνουν στις κάλπες και κάνουν τις επιλογές τους χωρίς, φυσικά, να έχει προηγηθεί γενική συνέλευση και απόφαση για το ποια είναι η ορθή κατανομή των ποσοστών που πρέπει να λάβουν τα κόμματα! Και, ουδείς ψηφοφόρος γνωρίζει – ή επηρεάζεται από – τις επιλογές των υπολοίπων.

5. Αληθινός λαϊκισμός, εν τέλει, είναι μόνο η υποστασιοποίηση του «λαού» ως οργανικού όλου, ως ενιαίου υποκειμένου που σκέφτεται, αισθάνεται και δρα…

Επειδή το άρθρο είναι ανοικτό σε διαφορετικές ερμηνείες (αναφέρω, ενδεικτικά, ότι με άλλον εντελώς τρόπο από εμένα το ανέγνωσε, και σε διαφορετικά συμπεράσματα κατέληξε, διακεκριμένη νομικός και φίλη), ας εστιάσω την προσοχή μου σε κάποια χαρακτηριστικά σημεία που συνθέτουν μια δεδομένη γραμμή σκέψης:

1. Είναι εμφανές εξαρχής ότι στο στόχαστρο του άρθρου βρίσκονται κατά κύριο λόγο οι υπέρμαχοι της λεγόμενης “Realpolitik”, οι θιασώτες, δηλαδή, του «πολιτικού πραγματισμού», ο οποίος, ως γνωστόν, έρχεται σε αντίθεση με τις «ουτοπικές» – όπως οι πραγματιστές τις θεωρούν – προσεγγίσεις των «πολιτικών ιδεολόγων» (ο τελευταίος αυτός όρος δεν χρησιμοποιείται στο άρθρο, εικάζω όμως ότι, με τον ένα ή τον άλλο τρόπο, υπονοείται). Κατά τον αρθρογράφο, οι πρώτοι επικολλούν την ετικέτα του «λαϊκιστή» στους δεύτερους προκειμένου να δυσφημίσουν, και τελικά να αποδυναμώσουν, την πολιτική επιχειρηματολογία τους.

2. Οι εκφράζοντες κριτική στο λαϊκισμό, αυτονόητα δέχονται την ύπαρξη ενός ενιαίου πολιτικού υποκειμένου, του «λαού». Σύμφωνα με τον αρθρογράφο, η υπόθεση αυτή είναι λανθασμένη: «λαός» υφίσταται μόνο ως προβολή του νου, ως νοητική σύμβαση.

3. Το συμπέρασμα στο οποίο προσωπικά καταλήγω, είναι το εξής: Σύμφωνα με το άρθρο, οι «πολιτικοί πραγματιστές» κακώς μέμφονται τους πολιτικούς και ιδεολογικούς τους αντιπάλους ως «λαϊκιστές», αφού αυτός τούτος ο όρος «λαϊκισμός» χτίζεται πάνω σε μια ανύπαρκτη οντότητα, το «λαό». Ως εκ τούτου, ο όρος αυτός είναι εννοιολογικά αδόκιμος!

Ομολογώ ότι το άρθρο αυτό – στο βαθμό που το αποκωδικοποίησα σωστά – με προβλημάτισε. Θεωρούσα πάντα τον λαϊκισμό ως μια δεδομένη και αυτονόητα υπαρκτή πολιτική συμπεριφορά που, κάποιες φορές, δίνει στο πολιτικό σκηνικό μια αληθινά αποκρουστική όψη! Την ύπαρξή του, εξάλλου, πιστοποιούν και τα συχνά καταστροφικά αποτελέσματά του (αναφέρω, ενδεικτικά, την εθνική συμφορά του 1897, όπως και την ολέθρια επίδραση της χιτλερικής ρητορείας στο γερμανικό λαό, με ό,τι αυτή επέφερε).

Χωρίς την παραμικρή πρόθεση να αντιδικήσω με έναν ιδιαίτερα αξιόλογο κι αγαπητό ακαδημαϊκό δάσκαλο, και κυρίως, χωρίς να διεκδικώ το αλάθητο, αισθάνομαι την ανάγκη να υπερασπιστώ την απόφασή μου να εξακολουθήσω να τοποθετούμαι ενάντια στον λαϊκισμό, δεχόμενος, αυτονόητα, τόσο ότι το φαινόμενο αυτό είναι υπαρκτό με τη σημασία που συνήθως του αποδίδεται, όσο και ότι η χρήση του σχετικού όρου είναι δόκιμη. Και η αυτο-υπεράσπισή μου με οδηγεί, αναγκαία, στην αναζήτηση αντίρροπης επιχειρηματολογίας σε σχέση με αυτή που εκτέθηκε πιο πάνω.

Στους μαθητές μου επιχειρώ, συχνά, να εξηγήσω δύσκολες έννοιες της Φυσικής χρησιμοποιώντας μεταφορές από την καθημερινή ζωή. Εδώ θα κάνω το αντίθετο: θα χρησιμοποιήσω μια μεταφορά από τη Φυσική για να εξηγήσω το λόγο για τον οποίο, ως κοινωνικός και πολιτικός όρος, η λέξη «λαός» ίσως και να μην είναι, τελικά, για πέταμα! Τουλάχιστον, όχι για τους λόγους που προβάλλονται στο άρθρο στο οποίο εκτενώς αναφερθήκαμε…

Όπως είναι σε όλους γνωστό, στην Ατομική Φυσική περιγράφουμε το άτομο ως μια δομή αποτελούμενη από έναν θετικά φορτισμένο πυρήνα και, πέριξ αυτού, ένα σύνολο από ολοένα κινούμενα, αρνητικά φορτισμένα ηλεκτρόνια. Ένα κεντρικό πρόβλημα, για την επίλυση του οποίου χρειάζεται να επιστρατευτεί ο «βαρύς οπλισμός» της κβαντικής θεωρίας, είναι ο υπολογισμός της ολικής ενέργειας του ατόμου. Αν τα ηλεκτρόνια δεν αλληλεπιδρούσαν μεταξύ τους, η λύση θα ήταν απλή: δεν θα ‘χαμε παρά να αθροίσουμε τις ενέργειες του κάθε ηλεκτρονίου χωριστά! Πράγματι, η ενέργεια του καθενός απ’ αυτά θα ήταν καλά καθορισμένη (οφειλόμενη μόνο στην έλξη του πυρήνα) και δεν θα εξαρτιόταν από τις ενέργειες των υπολοίπων.

Στην πραγματικότητα, η κατάσταση δεν είναι τόσο απλή. Λόγω της αλληλεπίδρασης των ηλεκτρονίων, είναι αδύνατο να τα αντιμετωπίσει κανείς ως ξεχωριστές οντότητες κι έτσι να αθροίσει, ελαφρά τη συνειδήσει, τις ενέργειές τους ώστε να βρει την ολική ενέργεια του ατόμου. Τα ηλεκτρόνια θα πρέπει να αντιμετωπιστούν εξαρχής ως ενιαίο σύστημα, κι αυτό ακριβώς κάνει η Κβαντομηχανική για να δώσει (προσεγγιστικές, έστω) λύσεις στο πρόβλημα.

Αν η δια της Φυσικής προτεινόμενη αλληγορία είναι σωστή, κάτι ανάλογο μπορεί να ειπωθεί για τις πολιτικές συνειδήσεις των ψηφοφόρων. Πόσο ανεξάρτητες μπορούν να θεωρούνται μεταξύ τους; Είναι δυνατό να ορίσουμε μια «ολική κοινωνική συνείδηση» – εκφραζόμενη ποσοτικά δια του αποτελέσματος των εκλογών – με τρόπο γραμμικό, ως απλό άθροισμα απόλυτα στεγανοποιημένων, εξατομικευμένων πολιτικών συνειδήσεων, μη υποκείμενων σε οιουσδήποτε αλληλοεπηρεασμούς;

Η προσωπική μου απάντηση στα παραπάνω ρητορικά ερωτήματα είναι σαφώς αρνητική! Ακόμα κι αν δεχθούμε ότι τα κίνητρα του κάθε ψηφοφόρου είναι κατά βάση ιδιοτελή, η διαμόρφωση της πολιτικής του συνείδησης (άρα και η ίδια η εκ μέρους του αντίληψη της ιδιοτέλειας) λαμβάνει χώρα μέσα σε ένα ή περισσότερα κοινωνικά σύνολα (οικογένεια, κοινωνική ή/και επαγγελματική τάξη, φιλικές και άλλες προσωπικές σχέσεις, κλπ.) με τα οποία, σε κάποιο βαθμό, αισθάνεται ταυτισμένος. Κι εκεί, ένα μέρος, τουλάχιστον, από τη συνειδησιακή του εξατομίκευση, μοιραία – και ίσως ασυναίσθητα – θυσιάζεται στο βωμό της συλλογικότητας.

Το κυρίαρχο χαρακτηριστικό οποιασδήποτε κοινωνίας είναι η αλληλεπίδραση μεταξύ των μελών της (“no man is an island”, είχε πει ο John Donne!). Κι αυτό που, ενίοτε με μια δόση (υποκρυπτόμενης ή μη) απαξίωσης, αναφέρεται συλλογικά ως «λαός», δεν είναι παρά μια σύνθεση πολιτικών συνειδήσεων που υπόκεινται σε αλληλοεπηρεασμούς. Αυτόν ακριβώς τον μηχανισμό αλληλεξάρτησης εκμεταλλεύτηκαν προς όφελός τους οι μεγάλοι δημαγωγοί της Ιστορίας για να χειραγωγήσουν ολόκληρα έθνη!

Αν κάτι «απαλύνει» κάπως τη δαιμονική εικόνα των τελευταίων, είναι το αδιαμφισβήτητο πολιτικό τους χάρισμα (εδώ δεν θα εξαιρέσω ακόμα και τον ίδιο το Χίτλερ!). Ελλείποντος του χαρίσματος, αυτό που απομένει είναι τα σκιάχτρα των λαϊκιστών της σύγχρονης πολιτικής σκηνής. Εντός ή εκτός συνόρων, στο ένα ή στο άλλο άκρο του πολιτικού φάσματος…

Είναι, άραγε, ουτοπική η ιδέα μιας κοινωνίας απόλυτα ανεξάρτητων πολιτικών συνειδήσεων, πάνω στην οποία (κοινωνία) θα ήταν αδύνατη η εφαρμογή οποιωνδήποτε λαϊκιστικών μεθοδεύσεων; Πιστεύω πως ναι! Μια τέτοια «ιδανική» κοινωνία θα προϋπέθετε την ύπαρξη ατόμων απαλλαγμένων από κάθε είδους ανθρώπινες αδυναμίες, ακόμα κι από το ίδιο το ένστικτο της αυτοσυντήρησης. Και είναι τέτοιες «αδυναμίες» που καθιστούν αναγκαίο το αίσθημα της συλλογικότητας που χαρακτηρίζει μια πραγματική κοινωνία!

Οι κοινωνίες θα είναι, λοιπόν, πάντα εκτεθειμένες σε λαϊκιστικές επιδράσεις από κάθε λογής «καθοδηγητές»; Η απάντηση είναι, φοβούμαι, προφανής… Το μόνο αντίδοτο είναι η ανάπτυξη κριτικής σκέψης, που ξεκινάει από την ίδια την εκπαίδευση. Μιας σκέψης που να οδηγεί, κατά το δυνατόν, σε αυτονόμηση των συνειδήσεων δίχως να καταργεί, εν τούτοις, το αίσθημα της συλλογικότητας και της κοινωνικής αλληλεγγύης!

Οδηγούμαστε, έτσι, στο πολιτικά ηθικό συμπέρασμα ότι, ο μόνος έγκυρος κι αποδεκτός καθοδηγητής της κοινωνίας είναι ο δάσκαλος. Και, με φωτισμένους δασκάλους να μας δείχνουν το δρόμο, ίσως τελικά υπάρχει ελπίδα…!

Ευχαριστίες: Ευχαριστώ την Ελένη Αθανασούλη και τη Θάλια Χρόνη για χρήσιμες παρεμβάσεις που οδήγησαν σε σημαντικές βελτιώσεις του κειμένου.

Aixmi.gr

Κυριακή 13 Ιουλίου 2014

Βάζοντας τάξη στο γλωσσάρι της Κατοχής...

Σχόλιο της Ελένης Αθανασούλη, για το άρθρο: "Μήπως οι «δωσίλογοι» της κατοχής δεν ήταν όλοι δωσίλογοι;"

Με το διάλογο που έχει ανοίξει εδώ για το θέμα αυτό, οι όροι «συνεργάτης των Γερμανών» και «δωσίλογος», ακόμη κι αν χρησιμοποιήθηκαν στον καιρό τους με λάθος ή στρεβλό περιεχόμενο, σήμερα πια, θα πρέπει να τους βλέπουμε ως αυτό που είναι εν τοις πράγμασιν:

Ο μεν «συνεργάτης των Γερμανών» σημαίνει αυτόν που εργάστηκε στο πλάι των Γερμανών για τους δικούς τους σκοπούς και πολεμικούς στόχους, αποβλέποντας και σε ίδιο όφελος, πρόσκαιρο (να γλυτώσει το κεφάλι του και να «φάει») ή διαρκέστερο (να πλουτίσει, αυτός και η κλίκα του, δεδομένου ότι ο λύκος στην αναμπουμπούλα χαίρεται), οι δε «δωσίλογοι» δεν αποτελούν παρά εκείνους οι οποίοι ταγμένοι να υπηρετούν και να φυλάσσουν «Θερμοπύλες», απέστησαν του καθήκοντός των και αντ’ αυτού εφρόντισαν τα ίδια αυτών συμφέροντα και αγαθά, μη καταβαλόντες ούτε την «εν τοις ιδίοις επιμέλεια» για όσα είχαν πατριωτική υποχρέωση (ή μήπως δεν είχαν ακούσει -σε τούτο τον τόπο!- τι είναι η πατριωτική υποχρέωση;).

Οι μεν πρώτοι ως (οικονομικοί και πολιτικοί) καιροσκόποι ωφελήθηκαν, οι δε δεύτεροι ως ανέντιμοι στρατιώτες, διαχειριστές και φύλακες δεν δύνανται να έχουν «την καλήν απολογίαν», στην απόδοση λογαριασμού.

Ο καταχραστής «θα απολογηθεί» για το έγκλημα που έκανε (δεν θα μας κάνει και τον «έξυπνο», ούτε θα μας πιέζει ότι είναι τάχα ο πιο κατάλληλος για να του ξαναδώσουμε την… ευκαιρία να μας… ευεργετήσει με τη συναίνεσή μας!).

Ωστόσο, προκειμένου του καταλογισμού της ευθύνης του, δεν θα τον καταδικάσουμε για τις συνθήκες υπό τις οποίες βρέθηκε και εξαιτίας των οποίων αναγκάσθηκε να «συνεργασθεί» – είναι εξ άλλου τόσο μακρινά πια όλα αυτά – γιατί δεν μας αφορούν οι λόγοι του, τα κίνητρά του, η ικανότητά του και οι συνθήκες τελέσεως του εγκλήματος. (Όλοι τότε βρίσκονταν μέσα σε συνθήκες πολέμου. Αλλά δεν έπραξαν όλοι το ίδιο.)

Αλλά δεν θα τον ξαναεμπιστευθούμε, ούτε αυτόν, ούτε και τα επιχειρήματά του, όπως και αν αυτά διατυπώνονται...

(Πηγή: Aixmi.gr)


Απολογία (ένα ποίημα της Ελένης)


Η απολογία του κατηγορουμένου

Γίνεται, προκειμένου αυτός,

να μας πείσει για την αθωότητά του

Του ενόχου για τα κίνητρά του.

Πως ήταν τάχα ευγενή,

ή για τις συνθήκες,

πως δεν ήταν πρόσφορες, ή

πως δεν ήταν από μόνες ικανές


Το έγκλημα όμως παραμένει...


Ελένη

Μήπως οι «δωσίλογοι» της κατοχής δεν ήταν όλοι δωσίλογοι;

Του Θανάση Γκότοβου

Με πρόσφατο άρθρο του στην «aixmi.gr» ο αγαπητός Κώστας Παπαχρήστου αποφάσισε - τολμηρός όπως είναι – να θέσει για άλλη μια φορά τον δάκτυλον επί τον τύπον των ήλων. Άνοιξε πολλά, μεγάλα και δύσκολα θέματα. Μερικά, μάλιστα, από αυτά είναι για την ελληνική κοινωνία, εβδομήντα χρόνια μετά τα γεγονότα, ακόμη θέματα απαγορευμένα, όπως έδειξε όχι τόσο το ίδιο το επεισόδιο με την επίθεση στον Νίκο Μαραντζίδη, αλλά κυρίως ο σχολιασμός του εκ μέρους μιας σειράς παραγωγών δημόσιου λόγου.

Ούτε λίγο ούτε πολύ ειπώθηκε ότι αν κάποιος εξαγνίζει με τα κείμενά του δωσίλογους και Ταγματασφαλίτες, δεν πρέπει να εκπλήσσεται για τα…. αντίποινα που ενδέχεται να ακολουθήσουν με τη μορφή σωματικής βίας. Αλλά ας πάμε στην ουσία.

Πριν από τον Ρόζενμπαουμ, ένας επίσης αμερικανός συγγραφέας, ο Ντάνιελ Γκόλντχάγκεν, είχε υποστηρίξει περίπου τις ίδιες θέσεις με το πολύκροτο βιβλίο του «Hitler’s willing executioners». Ο ίδιος ο τίτλος του εν λόγω βιβλίου προϊδεάζει για ενεργή, μαζική και αυτόβουλη συμμετοχή του γερμανικού λαού στα εγκλήματα που συνδέονται με το ναζιστικό καθεστώς, συμπεριλαμβανομένης της γενοκτονίας των Εβραίων της Ευρώπης.

Είναι γεγονός ότι ο Αδόλφος Χίτλερ, ένας περιθωριακός τύπος, κατάφερε να εκφράσει πολιτικά όχι μόνο την οργή και την απελπισία ενός ηττημένου ισχυρού έθνους απέναντι στους νικητές και τους αρχιτέκτονες της Συνθήκης των Βερσαλλιών, αλλά και την παραδοσιακή (και γι αυτό προ-ναζιστική) τάση της Γερμανίας (των γερμανικών ελίτ) να επεκταθεί ανατολικά και να αποκτήσει την ηγεμονία στην Ευρώπη.

Για την (Μεγάλη) Ιδέα της γερμανικής ελίτ, όντως ο Χίτλερ αποτέλεσε χαρισματικό πολιτικό εκφραστή και οργανωτικό διεκπεραιωτή, αλλά με καταστροφικό αποτέλεσμα. Προφανώς, η υλοποίηση του γερμανικού ρεβανσισμού και μεγαλοϊδεατισμού θα μπορούσε να προχωρήσει και χωρίς τον αφανισμό των Εβραίων, των Τσιγγάνων, των αναπήρων και άλλων «ανεπιθύμητων» μειονοτήτων της Γερμανίας και της Ευρώπης.

Εδώ, κυρίως, έρχεται ο εφαρμοσμένος κρατικός ρατσισμός των Ναζί να δώσει το ιδιαίτερο στίγμα της χιτλερικής εποχής. Οι «ιδέες» καθαυτές δεν ήταν τόσο «νέες» όσο νομίζουμε, το νέο στοιχείο ήταν κυρίως η μαζική και βιομηχανική οργάνωση της πραγμάτωσής τους. Μαζικές εκτελέσεις εθνοτήτων και αμάχων, όπως επίσης αφανισμούς και ακρωτηριασμούς προσώπων που ανήκαν σε «ανεπιθύμητες» ομάδες είχαμε και αλλού, πριν από τον Χίτλερ, και εκτός ναζιστικού πλαισίου. Δεν χρειάζεται να αναφερθώ σε παραδείγματα, είναι λίγο πολύ γνωστά. Η διαχρονική μελέτη της βίας στις κοινωνίες, ιδιαίτερα της βίας του πολέμου, είναι μια δύσκολη υπόθεση, καθώς οι μορφές της είναι πολλές και οι στόχοι για τη χρήση της επίσης πολλαπλοί. Μόνη η ψυχολογική προσέγγιση της βίας δεν είναι σε θέση να μας δώσει μια επαρκή ερμηνεία, παρότι μπορεί να συμβάλει θετικά στην ερμηνεία της.

Τα υπόλοιπα ζητήματα (κυβερνήσεις δωσιλόγων στην Ελλάδα της κατοχής, συνεργάτες των δυνάμεων κατοχής, ένοπλη αντίσταση και αντίποινα) – αυτά κι αν δεν είναι στην Ελλάδα απαγορευμένα θέματα. Απαγορευμένα, όχι με την έννοια ότι απαγορεύεται να μιλά κανείς γι αυτά – το αντίθετο συμβαίνει – αλλά με την έννοια ότι έχουν δημιουργηθεί (ανάλογα με την εποχή) «καθεστώτα αλήθειας» για τα συγκεκριμένα ζητήματα τα οποία ασκούν πίεση στους ανεξάρτητους ομιλητές να προσαρμόσουν το λόγο τους στο μήκος κύματος των πομπών των επίσημων και καθιερωμένων εκδοχών για τα γεγονότα.

Όντως ο Παναγιώτης Κανελλόπουλος στη συζήτηση για την ελληνο-γερμανική προσέγγιση και τη μετάθεση της ευθύνης για την εκδίκαση των υποθέσεων των Γερμανών εγκληματιών πολέμου πλέον από τη γερμανική Δικαιοσύνη το Φθινόπωρο του 1959, με την πολύκροτη υπόθεση Μέρτεν, προσπάθησε να εξηγήσει τα γερμανικά αντίποινα στα Καλάβρυτα, λέγοντας ότι είχε προηγηθεί η εκτέλεση πάνω από 70 Γερμανών αιχμαλώτων από μονάδα του ΕΛΑΣ της περιοχής.

Ο Κανελλόπουλος είπε το προφανές, ότι δηλαδή η σφαγή των Καλαβρύτων έγινε αφού είχε προηγηθεί η εκτέλεση των Γερμανών αιχμαλώτων και αφού ο Γερμανός διοικητής πληροφορήθηκε την εκτέλεση. Αυτό που είπε ο Κανελλόπουλος το 1959, όμως, αμφισβητήθηκε από ορισμένες πλευρές όχι μόνον τότε, αλλά και πολύ αργότερα.

Ακόμη και σήμερα υπάρχουν παράγοντες που το αμφισβητούν, παρά το ότι δεν υπάρχει πλέον χώρος για παρόμοια αμφισβήτηση, πλην του απόλυτου ιστορικού βολονταρισμού.

Ο Κανελλόπουλος ποτέ δεν δικαιολόγησε τη σφαγή των Καλαβρύτων, προσπάθησε μόνο να την ερμηνεύσει, συνδέοντας τα δύο γεγονότα. Αλλά εκείνη την εποχή, όπως ακριβώς και σήμερα, οι ερμηνείες για τέτοια γεγονότα έπρεπε να κινούνται μέσα σε συγκεκριμένο πλαίσιο, αλλιώς υπήρχε ο κίνδυνος να θεωρηθεί ότι κάποιος δεν ερμηνεύει, αλλά εξαγνίζει τη σφαγή προωθώντας μια συγκεκριμένη ερμηνεία, ακόμη και αν αυτή ανταποκρίνεται στα γεγονότα. Άρα, γίνεται «δωσίλογος». Εκεί ακριβώς φαίνεται να έχουν σταματήσει οι δείκτες του ρολογιού του επιστημονικού διαλόγου από τότε μέχρι σήμερα. Η δημόσια συζήτηση δεν γίνεται με επιχειρήματα, αλλά με συνθήματα και μερικές φορές με (φυσικά) πλήγματα.

Ποιοι ήταν ακριβώς οι «δωσίλογοι» της κατοχής; Ήταν οι υπάλληλοι του κατεχόμενου ελληνικού κράτους – σε οποιονδήποτε τομέα – που δεν είχαν βγει στο βουνό «δωσίλογοι»; Οι έμποροι και οι τεχνίτες που δεν είχαν εγκαταλείψει τις επιχειρήσεις τους να βγουν στο βουνό, το ίδιο; Οι γεωργοί που συνέχιζαν να καλλιεργούν τα χωράφια τους και να μαζεύουν τις ελιές, παρά την κατοχή, ήταν «δωσίλογοι»; Οι δικαστές που δίκαζαν στα δικαστήρια; Οι εκπαιδευτικοί που δίδασκαν στα σχολεία; Ήταν όλοι όσοι είχαν επιλέξει την προσαρμογή και τη συμβίωση με το κατοχικό καθεστώς, αντί της ρήξης και της ένοπλης σύγκρουσης με αυτό, «δωσίλογοι»; Μήπως «προσκυνημένοι»; Ή μήπως απλώς αντιδραστικοί «συνεργάτες»;

Τι σημαίνει ακριβώς η έκφραση «συνεργασία με τους Γερμανούς (Ιταλούς)» επί κατοχής; Μήπως δεν ήταν η μομφή «συνεργάτης των Γερμανών» η πιο συνηθισμένη δικαιολογία για τη μείζονα αντιστασιακή οργάνωση (ΕΑΜ) προκειμένου να νομιμοποιηθεί η χρήση ένοπλης βίας εναντίον «αντιδραστικών στοιχείων»; Μήπως δεν κατηγορήθηκε ο ίδιος ο Ζέρβας, αρχηγός της δεύτερης σε δύναμη αντιστασιακής οργάνωσης, ήδη στα μέσα του 1943 ότι ήταν «συνεργάτης» των Ιταλών και μετά των Γερμανών; Μήπως δεν είναι γνωστό ότι ο Ζέρβας δεν είχε την τύχη των άλλων υποτιθέμενων «συνεργατών» του εχθρού, όπως π.χ. ο Ψαρρός, όχι επειδή το ΕΑΜ απέσυρε την κατηγορία, αλλά επειδή απλά δεν κατόρθωσε να διαλύσει με τη στρατιωτική ισχύ που διέθετε τα τμήματα του ΕΔΕΣ στην Ήπειρο το Φθινόπωρο και τον Χειμώνα του 1943;

Το κεφάλαιο, συνεπώς, «συνεργάτες του εχθρού» είναι πονεμένο κεφάλαιο, όχι επειδή τέτοιοι δεν υπήρξαν, αλλά επειδή το στίγμα χρησιμοποιήθηκε αδιακρίτως εναντίον του αντιπάλου στα πλαίσια ενός αδυσώπητου πρώιμου εμφυλίου για την μονοπώληση της ένοπλης βίας.

Αφήνω τελευταίο το κεφάλαιο της ένοπλης αντίστασης και των αντιποίνων. Ακόμη δεν μπορούμε να δεχθούμε στην Ελλάδα το προφανές: ότι η ένοπλη αντίσταση κατά του κατακτητή, κατά τη διάρκεια της κατοχής, ούτε ενιαία υπήρξε, ούτε και ελεύθερη. Η ένοπλη σύγκρουση μεταξύ των αντιστασιακών οργανώσεων ήταν από την αρχή σχεδόν αδυσώπητη, με εξαίρεση ορισμένα διαλείμματα.

Ελληνική κατάρα; Όχι ακριβώς. Παρόμοιες καταστάσεις, με ίδια δομικά χαρακτηριστικά, θα δούμε στη γειτονική Αλβανία και τη Γιουγκοσλαβία του Τίτο την ίδια περίοδο. Και στις τρεις χώρες η αντίσταση συνδέθηκε πολύ νωρίς με το καθεστωτικό ζήτημα και γι αυτό υπήρξε μέσα στην κατοχή ένοπλη εμφύλια σύρραξη με σαφές πολιτικό περιεχόμενο, πέρα από οποιοδήποτε άλλο δευτερεύον που ανάγεται σε πολιτισμικά χαρακτηριστικά.

Στις δύο από τις τρεις χώρες, το διακύβευμα πέτυχε. Στην Ελλάδα, απέτυχε. Δυστυχώς για ορισμένους, ευτυχώς για άλλους, ακόμη και για κάποιους από τους ανανήψαντες ηττημένους. Όπως συμβαίνει συνήθως στην Ιστορία….

Πηγή: Aixmi.gr


Το σχόλιό μας:

Άλλο ένα εξαιρετικό άρθρο από τον Θανάση Γκότοβο! Για διευκόλυνση μελλοντικών αναγνωστών, προσθέτω το link του άρθρου στο οποίο κάνει αναφορά στο ξεκίνημά του το παρόν άρθρο:

http://www.aixmi.gr/index.php/ohitler-ws-antithesi-mia-enallaktiki-ermineia/

Λίγες επιπρόσθετες σκέψεις, τώρα, με στόχο να εμπλουτίσουμε τη συζήτηση:

1. Η επίθεση στον Νίκο Μαραντζίδη δεν διαφέρει και πολύ από αυτές που έκαναν τα SA του Rohm σε ιδεολογικούς αντιπάλους των ναζί. Ας το ξανασκεφτούν αυτοί που την οργάνωσαν!

2. Το βιβλίο του Ρόζενμπαουμ είναι κλάσεις ανώτερο απ’ αυτό του Γκόλντχάγκεν, το οποίο είναι εμπαθές, μονόπλευρο, προϊόν καθαρής προκατάληψης και, εν τέλει, ίσως ακόμα και αντι-επιστημονικό (αν και γράφτηκε ως διδακτορική διατριβή)!

3. Φυσικά, η ερμηνεία μιας εγκληματικής πράξης είναι άλλο πράγμα από τη δικαιολόγησή της! Όταν όμως η εκφορά της ερμηνείας στοχεύει στο να ελαφρύνει τη θέση του εγκληματία απέναντι στο νόμο, τότε παύει να έχει καθαρά διαπιστωτικό χαρακτήρα: γίνεται ζήτημα ηθικής τάξης!

4. Ασφαλώς και ΔΕΝ ήταν δωσίλογοι οι απλοί υπάλληλοι, επιχειρηματίες, αγρότες, κλπ, που δεν βγήκαν στο βουνό! Αυτοί, στο κάτω-κάτω, συνέχισαν να προσφέρουν υπηρεσίες αναγκαίες για την επιβίωση των ίδιων των Ελλήνων. Τι θα μπορούσε, όμως, να πει κανείς για τους διερμηνείς στις ανακρίσεις; τους καταδότες; τα περίφημα «Τάγματα»; (κλπ).

5. Ιδιαίτερα επιτυχημένη η επισήμανση σχετικά με τα «καθεστώτα αλήθειας»! Η αλήθεια δεν μπορεί ποτέ να είναι μονόπλευρη. Όπως εξίσου άτοπος είναι και ο χαρακτηρισμός μιας και μόνον ιδεολογίας ως «δημοκρατικής»…

Σάββατο 12 Ιουλίου 2014

Πότε ωφελεί η κατανόηση της Ιστορίας...

 Σχόλιο της Ελένης Αθανασούλη, για το άρθρο: "Ο Χίτλερ ως αντίθεση: Μια εναλλακτική ερμηνεία"

Στον προβληματισμό αυτόν αναδεικνύεται όχι μόνο η δυναμική του ηγέτη, αλλά και η παθητικότητα και το εύπλαστον του ηγεμονευομένου λαού.

Αναδεικνύεται η δύναμη της δημαγωγίας, αλλά και της θέλησης του μανιακού ηγέτη. Αναδεικνύεται η δύναμη του πάθους και των ψυχικών συμπλεγμάτων του ατόμου, που μπορεί να παρασύρουν ακόμη και στην άβυσσο, όχι μόνο όσους ασπάζονται τα οράματα ενός τέτοιου ηγέτη, αλλά και όσους ανθίστανται σ’ αυτόν και στις βλέψεις του.

Λαοί που επαναληπτικά δημιουργούν τέτοια φαινόμενα (εισβολές, καταστροφές, αιμοχαρείς δολοφονίες, αρπαγές αγαθών, βασάνους) στην ιστορία του κόσμου, ακόμη κι αν φωτεινές εξαιρέσεις γεννιούνται και θαυματουργούν στους κόλπους τους, χαρακτηρίζονται από τις τάσεις και πρακτικές αυτές.

Σε τίποτε δεν υστερούν οι σημερινές πρακτικές σε βάρος του λαού μας πολλών από εκείνους που -και στο παρελθόν- μας έβλαψαν, για λόγους κατακτητικούς και εξουσιαστικούς.

Μπορεί αυτοί να μη θέλουν να θυμούνται τα εγκλήματα που διέπραξαν σε βάρος μας, μπορεί ακόμη και να θέλουν να εξευγενίσουν τις εγκληματικές τους τάσεις, όπως ένας αντεροβγάλτης που τελικά μπορεί να γίνει ακόμη και χειρουργός!

Όμως, αυτό κρίνεται από το αποτέλεσμα και όχι από την πρόθεση!

Ό,τι και νά ‘θελε ο Χίτλερ, τελικά έκανε αυτό που είναι γραμμένο από την Ιστορία.
Σκότωσε, βασάνισε, έκλεψε, αιματοκύλισε, εξολόθρευσε, περιφρόνησε, τον άνθρωπο και τις δημιουργικές του δυνάμεις, επειδή θεωρούσε εαυτόν και τους φίλους του ανώτερους.

Κι αν η Ιστορία μέχρι σήμερα έγραφε τα πολεμικά γεγονότα που άλλαξαν τον κόσμο, από εδώ και πέρα θα γράφει και τα πολιτικά τερτίπια που γίνονται για να υποτάσσουν οι δυνατοί τον κόσμο, να εξαγοράζουν τον κόσμο, να οικειοποιούνται τον κόσμο, να τεμαχίζουν τον κόσμο (για να πουλήσουν τ’ ανθρώπινα μέλη ως ανταλλακτικά), να καταστρέφουν τη φύση μόνο και μόνο για το δικό τους κέρδος και όφελος!

Η κατανόηση της ιστορίας, αν δεν αποβλέπει στο να τεθούν όρια και έλεγχοι, θα χρησιμοποιηθεί απλώς στο να πραγματοποιηθεί επιτυχώς το σχέδιο του επόμενου παράφρονος.

(Πηγή: Aixmi.gr)

Παρασκευή 11 Ιουλίου 2014

Ο Χίτλερ ως αντίθεση: Μια εναλλακτική ερμηνεία

Τόμοι ιστορικών, κοινωνιολογικών και ψυχαναλυτικών συγγραμμάτων έχουν επιχειρήσει να ερμηνεύσουν το «φαινόμενο Χίτλερ». Ποιο ήταν αυτό το δαιμονικό χάρισμα του ανδρός που του έδωσε τη δύναμη να μετατρέψει ένα πολιτισμένο έθνος με παράδοση στη φιλοσοφία, τις επιστήμες και τη μουσική, σε έναν βάρβαρο στρατό δολοφόνων με έντονα τα χαρακτηριστικά της αλαζονείας, της κτηνώδους σκληρότητας, ακόμα και του σαδισμού;

[Στο σημείο αυτό, θα διαφωνήσω με την άποψη του κορυφαίου αρθρογράφου αυτού του site, Θανάση Γκότοβου, ότι τα εγκλήματα του πολέμου τα διέπραξε μια συγκεκριμένη ομάδα οργάνων του γερμανικού κράτους, και όχι οι Γερμανοί, εν γένει. Και στη διαφωνία μου αυτή, δυστυχώς, δεν είμαι μόνος...]

Σημαντικότερη, όμως, κι από την ίδια την ερμηνεία του «φαινομένου Χίτλερ» είναι η απάντηση στο ερώτημα, κατά πόσον το φαινόμενο αυτό είναι, εν τέλει, εξηγήσιμο! Τη δυσκολία – αν όχι την πλήρη αδυναμία – επίτευξης μιας τέτοιας εξήγησης αναδεικνύει το εξαιρετικό βιβλίο του Αμερικανού δημοσιογράφου και ιστορικού μελετητή, Ρον Ρόζενμπαουμ (Ron Rosenbaum), «Ερμηνεύοντας τον Χίτλερ» (Explaining Hitler), το οποίο επιχειρεί – και με απόλυτα επιστημονικό τρόπο επιτυγχάνει – μια κριτική ανάλυση όλων των ερμηνευτικών προσεγγίσεων πάνω στις αιτίες του Ολοκαυτώματος.

Το (μάλλον μελαγχολικό, από άποψη αναζήτησης ιστορικής αλήθειας) συμπέρασμα είναι ότι καμία απόλυτη ερμηνευτική θέση δεν μπορεί να υπάρξει πάνω στα ίδια τα κίνητρα του Χίτλερ, καθώς και στον τρόπο με τον οποίο εκείνος κατόρθωσε να «υπνωτίσει» ένα ολόκληρο έθνος, οδηγώντας το πρώτα στο μαζικό έγκλημα και τελικά στην ολική καταστροφή. Μια εναλλακτική προσέγγιση στο θέμα θα ήταν, ίσως, να εστιάσουμε την προσοχή μας όχι τόσο στο τι ήταν ο Χίτλερ, όσο στο τι μίσησε, στο τι πολέμησε…

Ένας από τους καλύτερους φίλους μου, δύσκολα κρύβει τη συμπάθειά του για τον Χίτλερ, για τον οποίο λέει πως ήταν μια «παρεξηγημένη» μορφή της Ιστορίας! Τον υπερασπίζεται ακόμα κι όταν του θυμίζω τα εγκλήματα των ναζί στην Ελλάδα, απαντώντας θυμόσοφα ότι «αυτά έχει ο πόλεμος» και ότι οι θηριωδίες αυτές υπήρξαν «δικαιολογημένα» (με τη λογική του πολέμου) αντίποινα για ενέργειες αντιστασιακών ομάδων κατά Γερμανών στρατιωτών (άποψη που, ατυχώς, διατυπώθηκε κάποτε κι από τον μεγάλο φιλόσοφο, ακαδημαϊκό και πολιτικό, Παναγιώτη Κανελλόπουλο…).

Ο φίλος αυτός (κι αυτό έχει ιδιαίτερη σημασία για την παρούσα συζήτηση) είναι αντιπροσωπευτικό δείγμα αυτού που στην Αμερική ονομάζεται «προσωπικότητα Τύπου Α» (Type A personality), με χαρακτηριστικά γνωρίσματα την έντονη τάση για ανταγωνισμό και την εχθροπάθεια, όπου συχνά ο «εχθρός» αποτελεί επινόηση του ίδιου του ατόμου. Με άλλα λόγια, ο φορέας αυτού του τύπου προσωπικότητας βιώνει ως υπαρξιακή ανάγκη την διαρκή μάχη με πραγματικούς ή επινοημένους εχθρούς. Κι όταν οι πρώτοι απουσιάζουν, του είναι αναγκαίο να εφεύρει τους δεύτερους!

Στο πρόσωπο του Χίτλερ, ο φίλος βλέπει την ενσάρκωση ιδανικών όπως ο εξοντωτικός ανταγωνισμός, ο αγώνας για τη «δίκαιη» επιβολή του ισχυρότερου πάνω στον πιο αδύναμο, και ο θρίαμβος του επικυριαρχικού σοβινισμού (με την κυριολεκτική ή μεταφορική σημασία του όρου) απέναντι στην εξ ορισμού μετριότητα της διαφορετικότητας. Στοιχεία που, για τον φίλο αυτό, αποτελούν θεμελιώδη συστατικά αυτοπροσδιορισμού, ιδιαίτερα στο στίβο όπου κατά κύριο λόγο μετρά τις δυνάμεις του: στο χώρο της δουλειάς του!

Βλέπουμε εδώ ένα παράδειγμα όπου ο Χίτλερ εγκαθίσταται στη συνείδηση ως θετική αξία, όχι όμως σαν δύναμη θέσης αλλά ως δύναμη αντίθεσης. Είναι, δηλαδή, ο μαχητής που βρίσκεται σε διαρκή πόλεμο, άλλοτε με πραγματικούς εχθρούς, άλλοτε με επινοημένους (π.χ., Εβραίοι). Δεν έχει τόση σημασία το ποιους πολεμά, όση αυτό καθαυτό το γεγονός ότι πολεμά. Και, στο πρόσωπο των εχθρών του, ο θαυμαστής του απεικονίζει τους δικούς του «εχθρούς». Όπως και στους (αρχικούς) θριάμβους του, προβάλλει τους δικούς του μελλοντικούς θριάμβους!

Αν το καλοεξετάσουμε, ως δύναμη αντίθεσης λάτρεψε (ναι, Θανάση Γκότοβε!) τον Χίτλερ κι ένα πολύ σημαντικό κομμάτι της γερμανικής κοινωνίας στα χρόνια του μεσοπολέμου. Αντίθεση στην ταπείνωση της ήττας στο Μεγάλο Πόλεμο, στην εξίσου ταπεινωτική Συνθήκη των Βερσαλλιών, στην ανικανότητα της νεαρής Δημοκρατίας της Βαϊμάρης να εξασφαλίσει αξιοπρεπείς όρους διαβίωσης και στοιχειώδη κοινωνική γαλήνη στο γερμανικό λαό… Και, ως προσάναμμα στη φωτιά της αντίθεσης αυτής που τον έφερε στην εξουσία, ο Χίτλερ χρησιμοποίησε τους Εβραίους – βολικούς αποδιοπομπαίους τράγους για όλα τα δεινά της Γερμανίας!

Είναι γνωστό ότι, στη διάρκεια της Κατοχής, πολλοί «έλληνες» έδρασαν ως συνεργάτες των Γερμανών. Και οι άνθρωποι αυτοί αυτοπροσδιορίστηκαν ως «εθνικόφρονες», τόσο κατά τη διάρκεια του πολέμου, όσο και μετά. Πώς είναι δυνατό, όμως, να θεωρεί εαυτόν πατριώτη κάποιος που συνεργάζεται με τον εχθρό της πατρίδας του, έναν κατακτητή που προκάλεσε αμέτρητα δεινά και ανείπωτη δυστυχία στο λαό της; Είναι δυνατό, αν πείσει τον εαυτό του ότι ο εχθρός αυτός πολεμάει έναν ακόμα μεγαλύτερο. Εν προκειμένω, τον κομμουνισμό! Έτσι, από καταρχήν εκπροσώπους του κακού, οι δυνάμεις κατοχής μετασχηματίστηκαν στις συνειδήσεις των συνεργατών τους σε «καλοπροαίρετους» επισκέπτες με «παρεξηγημένες» προθέσεις (όπως θα ‘λεγε κι ο καλός φίλος μου). Ο Χίτλερ αναδείχθηκε σε θετική αξία όχι γι’ αυτό που ήταν, αλλά γι’ αυτούς που πολεμούσε!

Πάω μπροστά στο χρόνο. Τέλη δεκαετίας του ’70… Συμφοιτητής στο Πανεπιστήμιο, και καλός φίλος, μου αναγγέλλει με ενθουσιασμό ότι μελετά το Mein Kampf. Τον ρωτώ τι βρίσκει σ’ αυτό, και μου απαντά πως το βιβλίο περιέχει «πολλές και σημαντικές αλήθειες»! Λεπτομέρεια: ο φίλος ανήκε σε φοιτητική παράταξη της «δεξιάς» (όχι, πάντως, της άκρας) η οποία (παράταξη) δεχόταν ανηλεείς επιθέσεις – συχνά σε υβριστικούς τόνους – από την παντοδύναμη, τότε, «αριστερή» παράταξη που κυριαρχούσε απόλυτα στο φοιτητικό χώρο. Αποτέλεσμα αυτής της αντιπαλότητας ήταν η εκκόλαψη φιλοναζιστικών αισθημάτων σε τμήμα της αντικομμουνιστικής νεολαίας. Όχι τόσο από θαυμασμό στη ναζιστική ιδεολογία, όσο λόγω της αντίληψης του ναζισμού ως αντίπαλου δέους στην κυρίαρχη ιδεολογία στο χώρο του Πανεπιστημίου.

Γιατί επανέκαμψε δυναμικά ο (νεο)ναζισμός στη χώρα μας τα τελευταία χρόνια; Δεν θα πρωτοτυπήσω αν πω ότι η συντριπτική πλειοψηφία όσων τον υποστήριξαν εκλογικά, ελάχιστα γνώριζε ή ενδιαφερόταν να μάθει για το σύστημα ιδεών που παρήγαγε ο Χίτλερ! Το προεξάρχον ζήτημα για τους περισσότερους ήταν η υποβάθμιση της ποιότητας ζωής και η κατακόρυφη αύξηση της εγκληματικότητας λόγω της ανεξέλεγκτης (και συχνά παράνομης) μετανάστευσης, σε συνδυασμό και με την προκλητική υποβάθμιση του προβλήματος από μερίδα της Αριστεράς. Ασφαλώς (αν και, πιστεύω, δευτερευόντως εν προκειμένω), μεγάλο ρόλο έπαιξαν και οι οδυνηρές συνέπειες της οικονομικής πολιτικής εξαιτίας του Μνημονίου.

Όλα τα παραπάνω κατέστησαν τις συνειδήσεις μεγάλου αριθμού πολιτών ευάλωτες, και εν τέλει δεκτικές, σε φιλοναζιστικές ρητορείες. Όχι για τις ιδέες καθαυτές του ναζισμού, αλλά για την προθυμία των ιδεολογικών του φορέων να αντιπαρατεθούν δυναμικά με κάποιες πολύ συγκεκριμένες πηγές προβλημάτων που ταλανίζουν τα κομμάτια αυτά της κοινωνίας. Ο ναζισμός, με παντελή απουσία θέσεων, έρχεται και πάλι να διεκδικήσει υπόσταση μέσω των αντιθέσεών του!

Ίσως ο Ρον Ρόζενμπαουμ θα πρέπει να συγγράψει ένα νέο βιβλίο, με τίτλο: «Ερμηνεύοντας τις αντιθέσεις που συμβολίζει ο Χίτλερ». Θα είναι σαν να προσπαθήσει κάποιος να σκιτσάρει με μολύβι μια ανθρώπινη μορφή πάνω σε ένα κομμάτι χαρτί, όχι απεικονίζοντας απευθείας τα χαρακτηριστικά της αλλά μαυρίζοντας το χαρτί γύρω από τη μορφή και αφήνοντας το χώρο της λευκό. Αν μη τι άλλο, θα αναδειχθεί κάποιο συγκεκριμένο περίγραμμα. Και ίσως, στο τέλος του βιβλίου, ο συγγραφέας καταλήξει στο αισιόδοξο συμπέρασμα ότι ο Χίτλερ ενδέχεται, τελικά, να είναι «κατανοητός»!

Aixmi.gr