Δευτέρα 23 Σεπτεμβρίου 2013

Οι γάτες γυρίζουν πίσω (μια αλληγορία για τον νεο-ναζισμό)

* Το άρθρο αυτό δημοσιεύθηκε, στην αρχική του μορφή, στο «Βήμα» πριν ένα χρόνο (11/9/2012). Δυστυχώς παραμένει επίκαιρο, όπως αναλλοίωτα μένουν και τα δολοφονικά ένστικτα ενός ακραίου «πολιτικού» (ας τον χαρακτηρίσουμε έτσι) χώρου που, χάρη στην πολιτική σύγχυση των καιρών, έχει εμφιλοχωρήσει στο κοινοβουλευτικό μας σύστημα… Έχοντας εξασφαλίσει την ευγενική άδεια του«Βήματος» (το οποίο ευχαριστώ), αναδημοσιεύω το κείμενο (με μικρές βελτιώσεις και αναγκαίες επικαιροποιήσεις) προς χάριν των αναγνωστών του Aixmi.gr

Εκτιμώ ιδιαίτερα τους σκύλους. Όταν το απαιτούν οι περιστάσεις, έχουν την ικανότητα να ξεκόβουν από το χθες, να αναπροσαρμόζονται, να μετεξελίσσονται… Το μόνο που τους ενδιαφέρει είναι να βρίσκονται κοντά στο αφεντικό τους, σ’ όποια γωνιά της γης κι αν τους πάει. Το γνωρίζω από πρώτο χέρι, έχοντας υποβάλει δύο σκύλους στο «πολιτιστικό σοκ» ισάριθμων υπερατλαντικών μετακινήσεων! Οι γάτες είναι διαφορετική περίπτωση: δένονται με τόπους, όχι με ανθρώπους. Δεν ξεχνούν ποτέ το μέρος που μεγάλωσαν, και είναι απρόθυμες να το εγκαταλείψουν ακολουθώντας τα αφεντικά τους σε μια μετακίνηση.

Το διπλανό σπίτι, στην Αμερική, το νοίκιαζε ένας μεταπτυχιακός φοιτητής που ζούσε εκεί με την οικογένειά του και τους γάτους τους, δύο πανέξυπνους Σιαμέζους. Τελειώνοντας τις σπουδές του, ο Μπομπ βρήκε αμέσως δουλειά (άλλες εποχές τότε!), πράγμα που του επέτρεψε να χτίσει ένα δικό του σπίτι σε μια όμορφη περιοχή της πόλης, κάπου ένα μίλι μακριά απ’ την παλιά τους γειτονιά. Το νέο σπίτι ήταν ευρύχωρο, είχε μεγάλο κήπο και ήταν αληθινός παράδεισος για παιδιά και κατοικίδια!

Δεν είχε περάσει καλά-καλά μια βδομάδα από τη μετακόμιση της οικογένειας, και βλέπω ένα πρωί τον Μπάγκι και τον Κάαν να νιαουρίζουν έξω απ’ το παλιό σπίτι, εκεί δίπλα στο δικό μου. Μάταια περίμεναν να τους ανοίξει κάποιος να μπουν – και ήξεραν καλά πως αυτός δεν θα μπορούσε να είναι κάποιο από τα αφεντικά τους! Δεν άργησε, όμως, να καταφτάσει η γυναίκα του Μπομπ, η οποία, με φανερή ανακούφιση, έβαλε τους γάτους στο αυτοκίνητο. Το σκηνικό επαναλήφθηκε αρκετές φορές τις επόμενες βδομάδες…

Ο Μπάγκι και ο Κάαν δεν μπόρεσαν να ξεκόψουν από τις καταβολές τους, να αναπροσαρμοστούν σε νέα δεδομένα και να εξελιχθούν σαν όντα. Δεν στάθηκαν ικανοί να αξιοποιήσουν προς όφελός τους την ευκαιρία που τους δόθηκε για μια αναβαθμισμένη ποιότητα ζωής, και δεν έδειξαν να εκτιμούν αυτούς που τους την πρόσφεραν. Όμως, ο Μπάγκι και ο Κάαν ήταν απλά δύο γάτες που ακολουθούσαν ενστικτωδώς τα βιολογικά τους στερεότυπα. Και οι γάτες δεν είναι προικισμένες με το δώρο της εξελιξιμότητας που διαθέτει η ανθρώπινη συνειδητότητα – μα, ως ένα βαθμό, και οι άσπονδοι εχθροί τους, οι σκύλοι!

Θυμήθηκα εκείνη την παλιά ιστορία καθώς παρακολουθώ το ασταμάτητο – πρόσφατα μάλιστα και με δολοφονικές κορυφώσεις – κύμα βίας που απλώνεται στη χώρα με ευθύνη νεόκοπων κοινοβουλευτικών δυνάμεων του ακραίου χώρου. Δυνάμεις που ανέκαθεν βρίσκονταν στις παρυφές της νομιμότητας και έξω από το πλαίσιο της δημοκρατικής ορθοφροσύνης λόγω της προσκόλλησής τους σε ιδεολογίες και πρακτικές σκοτεινών ιστορικών περιόδων, που οδήγησαν στη φρίκη ενός πρωτόγνωρου μαζικού εγκλήματος…

Δυνάμεις, εν τούτοις, στις οποίες ένα τμήμα του ελληνικού λαού, υπό το κράτος μιας (εν μέρει κατανοητής) αυτοσυντηρητικής αγωνίας λόγω της κατακόρυφα αυξανόμενης εγκληματικότητας, έδωσε μια σπάνια ευκαιρία: να αποκτήσουν πολιτική νομιμότητα και να αναβαπτιστούν στα νάματα της δημοκρατίας, συμμετέχοντας ως ισότιμοι κοινοβουλευτικοί εταίροι στις λειτουργίες του ναού του πολιτεύματος!

Όμως, φαίνεται πως ακόμα και πολιτικές παρατάξεις μπορεί να υπόκεινται στο σύνδρομο της γάτας: Σαν τον Μπάγκι και τον Κάαν, δεν άργησαν να ξαναθυμηθούν τις ιδεολογικές τους καταβολές (αν υποτεθεί ότι τις είχαν ποτέ ξεχάσει…) και να επιστρέψουν σε γνώριμες, γι’ αυτούς, πρακτικές βίας και de facto υποκατάστασης των νόμιμων μηχανισμών του κράτους. Σε ιδανική απομίμηση (απόλυτα συνειδητή, θα λέγαμε) των Ταγμάτων κάποιου διαβόητου κυρίου Röhm! Εξωθούμενος, μάλιστα, ο μιμητισμός αυτός στα άκρα, βλέπουμε τώρα να φτάνει ως το έγκλημα με τη δολοφονία ιδεολογικών αντιπάλων που είναι υπέρ το δέον «ενοχλητικοί»…

Το ότι οι μηχανισμοί της Πολιτείας είναι ανεπαρκείς για την προστασία της ασφάλειας και της (όποιας) ευημερίας των πολιτών, δεν συζητείται καν! Αυτό, όμως, σε καμία περίπτωση δεν δικαιοδοτεί κάποιους, έστω και υπό τον προσχηματικό μανδύα μιας κοινοβουλευτικής δήθεν «νομιμοποίησης», να υποκαθιστούν τους μηχανισμούς αυτούς προβαίνοντας σε πράξεις αυθαίρετης βίας εναντίον οιουδήποτε μη αρεστού. Πράξεις που, ασφαλώς, πόρρω απέχουν από τις παραπλανητικές αρχικές εικόνες του «αγνού και άδολου προστάτη» των ανθρώπων της γειτονιάς. Πόσο μάλλον όταν πρόκειται για στυγερές δολοφονίες με αμιγώς ιδεολογικά κίνητρα που ελάχιστη σχέση έχουν με την «προστασία» της δημόσιας τάξης!

Το δημοκρατικό πολίτευμα θέτει αυστηρούς κανόνες συμπεριφοράς σε όσους το απολαμβάνουν. Ιδιαίτερα, σ’ εκείνους που (υποτίθεται ότι) είναι ορκισμένοι να το υπηρετούν! Σ’ αυτούς τους τελευταίους αδυνατώ να αναγνωρίσω ελαφρυντικά όταν προδίδουν τα ιδανικά της δημοκρατίας, επιστρέφοντας σε νοσηρές ιδεολογικές αφετηρίες που όφειλαν εξαρχής να είχαν εμφατικά αποκηρύξει. Ελαφρυντικά που, ομολογώ, στην περίπτωση του Μπάγκι και του Κάαν δεν δυσκολεύτηκα και τόσο να βρω!

* Ο Κώστας Παπαχρήστου εκτιμά ιδιαίτερα τους σκύλους (άντε, και τις α-πολιτικές γάτες!)

Aixmi.gr

Πέμπτη 19 Σεπτεμβρίου 2013

Σχόλιο που δημοσιεύθηκε στο Aixmi.gr για το άρθρο "Μια προσωπική κατάθεση για τον Δημήτρη Λιαντίνη"

Ένα ιδιαίτερα τιμητικό σχόλιο για το άρθρο Μια προσωπική κατάθεση για τον Δημήτρη Λιαντίνη, δημοσιεύθηκε στο Aixmi.gr. Το έστειλε η Καθηγήτρια Φιλοσοφίας, Νικολίτσα Γεωργοπούλου - Λιαντίνη. Το παραθέτω:

Κύριε Παπαχρήστου, διάβασα με αισθήματα κατάφασης το άρθρο σας (και τις παραπομπές σας σε προγενέστερα) και το αίσθημα που αποκόμισα ήταν: Να και μια σοβαρή προσέγγιση της εν πολλοίς διαστρεβλωμένης εικόνας του Λιαντίνη από την ασχετοσύνη δημοσιογραφικής φαιδρότητας. Χάρηκα που δεν ασχοληθήκατε με τα γνωστά κουτσομπολιά που κάποιοι «πουλάνε», αλλά προσπαθήσατε μια δική σας εις βάθος κατανόηση, έστω και αν σε μερικά σημεία διαφωνώ, γιατί δυστυχώς χωρίς να το θέλετε, ήταν αναπόφευκτο να μην έχετε και εσείς εν μέρει επηρεαστεί από κάποιους που ενώ ποτέ δεν τον γνώρισαν, αποφάσισαν να τον παρουσιάσουν, όπως το ανόητο μυαλό τους συνέφερε.

Έστειλα στο Aixmi την παρακάτω απάντηση:

Με τιμά αφάνταστα το σχόλιό σας! Πράγματι, ένας από τους λόγους που αποφάσισα να πρωτο-γράψω για τον χαρισματικό αυτό παιδαγωγό ήταν η (βάσιμη, φοβάμαι) υποψία μου πως, στους δικούς του ακαδημαϊκούς κύκλους, μια σοβαρή προσέγγιση στο έργο του (έστω και με κριτικό πνεύμα) αποτελεί ταμπού (που ενδεχομένως επισύρει ακόμα και ακαδημαϊκές συνέπειες…). Εκτός τούτου, διαπίστωσα ότι την υστεροφημία του τραυματίζουν τόσο οι λαϊκιστικές-σκανδαλοθηρικές προσεγγίσεις στις οποίες αναφέρεστε, όσο και, εξίσου, οι δουλοπρεπείς, σχεδόν ειδωλολατρικές εκδηλώσεις λατρείας κάποιων πρώην μαθητών του… 
Θα επαναλάβω κάτι που έγραψα αλλού: Κατά τη γνώμη μου (και δεν θα την χαρακτηρίσω, με την συνήθη επίδειξη ψευτο-σεμνοτυφίας, «ταπεινή»!), ο Λιαντίνης υπήρξε ίσως ο ιδιοφυέστερος Έλληνας του δεύτερου μισού του εικοστού αιώνα! Τούτο δεν σημαίνει, όμως, πως ήταν απαλλαγμένος ανθρώπινων ιδιοτήτων και -μοιραία- ανθρώπινων αδυναμιών. Και, μόνο αν δει κανείς, σε όλη της την έκταση, τη συνθετότητα της προσωπικότητάς του, θα μπορέσει να διεισδύσει ολοκληρωτικά στη σκέψη του μεγάλου αυτού στοχαστή!

Είναι από τις λίγες φορές που μου δίνεται η αίσθηση πως κάποιος κατανοεί απόλυτα το πνεύμα των κειμένων μου για τον Δ. Λιαντίνη, και δεν σπεύδει να δαιμονοποιήσει τις προθέσεις μου! Ένα "ευχαριστώ" είναι το λιγότερο που οφείλω στην διακεκριμένη επιστήμονα-εκπαιδευτικό!

Κ. Παπαχρήστου

Τετάρτη 18 Σεπτεμβρίου 2013

Μια προσωπική κατάθεση για τον Δημήτρη Λιαντίνη

Το πρόσφατο άρθρο μου «Στη σκιά ενός επίγειου θεού» ήταν μια απόπειρα μεταφυσικής και ποιητικής προσέγγισης στο φαινόμενο «Δημήτρης Λιαντίνης». Από πρόσωπα του στενού μου περιβάλλοντος δέχθηκα έντονες κριτικές: Με κατηγόρησαν πως θεοποίησα έναν κοινό θνητό (όσο σημαντικός κι αν υπήρξε αυτός), με τέτοιο τρόπο μάλιστα ώστε να παρεμφαίνεται, παράλληλα, μια (συνειδητή ή όχι) αυτο-συρρίκνωσή μου!

Δεν θα κρύψω πως το άρθρο αυτό υπήρξε προϊόν θαυμασμού για την ιδιοφυΐα και την δύναμη της προσωπικότητας του Δ. Λιαντίνη, άσχετα αν ποτέ δεν συμφώνησα με τις ιδέες του. Δέχομαι ότι ίσως παρασύρθηκα στην υπερβολή προσδίδοντας στον θρυλικό ακαδημαϊκό διαστάσεις υπερφυσικές και υπερκόσμιες! Για λόγους ισορροπίας, δεν παρέλειψα να αναφέρω και κάποιες ανθρώπινες αδυναμίες που, κατά τη γνώμη μου, τον χαρακτήριζαν. Ως προς το ύφος του κειμένου, απέφυγα τη χρήση «στεγνού» ακαδημαϊκού λόγου, επιλέγοντας έναν τρόπο έκφρασης πιο χαλαρό, συχνά διανθισμένο με χιούμορ που μόνο η στενόμυαλη προκατάληψη θα μπορούσε να παρερμηνεύσει ως «ειρωνεία και χλεύη», όπως διάβασα στα σχόλια κάποιων αναγνωστών!

Γιατί αποφάσισα, εδώ και αρκετόν καιρό, να ασχοληθώ κριτικά με τον Δ. Λιαντίνη, προκαλώντας την μήνιν των οπαδών του (άσχετα αν οι τελευταίοι αρνούνται πεισματικά τον χαρακτηρισμό «οπαδός»); Αφετηριακά, οι λόγοι υπήρξαν προσωπικοί. Σε δεύτερο χρόνο, μελετώντας το τελευταίο έργο του εντόπισα κάποιες ιδέες που, ως εκπαιδευτικό, με εξόργισαν! Αλλά, ας πάρουμε τα πράγματα απ’ την αρχή…

Πριν κάποια χρόνια, ένα πολύ κοντινό μου πρόσωπο (ας την ονομάσουμε απλά «Φίλη») μου ζήτησε ως δώρο γιορτής να της αγοράσω τη «Γκέμμα». Ήταν η πρώτη φορά που άκουγα αυτό τον τίτλο βιβλίου, αν και γνώριζα τον συγγραφέα από τον μυθιστορηματικό τρόπο που είχαν κάποτε παρουσιάσει την εξαφάνισή του τα media. Ο βιβλιοπώλης της γειτονιάς μου έδειξε εντυπωσιασμένος: «Πού το ανακάλυψες αυτό το βιβλίο;» Του είπα πως δεν το γνώριζα, μα ήταν παραγγελία δώρου…

Η Φίλη διερχόταν τότε μια περίοδο αληθινής ψυχολογικής αποσύνθεσης, με εμφανή τα σημάδια αυτοκαταστροφικών τάσεων. Πίστεψα πως το βιβλίο αυτό θα την βοηθούσε να ξαναγυρίσει σε μια θετική στάση ζωής – άλλωστε, για ποιον άλλο λόγο μου είχε ζητήσει να της το αγοράσω; Αυτό που δεν μπόρεσα να φανταστώ ήταν πως, άθελά μου, της είχα προσφέρει το τελικό κλειδί της εισόδου στην Κόλαση!

Η βούληση του πεπρωμένου και η δύναμη της θέλησης για ζωή υπερίσχυσαν, τελικά, της ροπής στην αυτοκαταστροφή. Κι έτσι ξεκίνησε για τη Φίλη μια μακρά κι επίπονη πορεία ανάκαμψης, παράλληλα με μια σταδιακή απομυθοποίηση ενός βιβλίου που υπήρξε κάποτε γι’ αυτήν «ευαγγέλιο»…

Πολλά χρόνια μετά την αγορά του φοβερού βιβλίου, ζήτησα από τον βιβλιοπώλη μου άλλη μια κόπια – τούτη τη φορά για τον εαυτό μου. Καθώς κατάπινα τις σελίδες, άρχισα να αντιλαμβάνομαι την καταλυτική επίδραση που θα μπορούσε να έχει αυτός ο σαγηνευτικά διαπεραστικός λόγος πάνω σε έναν εύθραυστο, παραπαίοντα ψυχισμό. Αλλά, και πέραν των όσων άπτονταν καθαρά προσωπικών ζητημάτων, στις σελίδες αυτές ανακάλυψα θέσεις που μου προκάλεσαν αισθήματα αποστροφής! Ανάμεσα σ’ αυτές, μια χυδαία σαρκαστική αναφορά στην ερωτική «δοκιμότητα» του Καζαντζάκη, ένας ρατσιστικού τύπου αντισημιτισμός που παραπέμπει σε εφιαλτικές περιόδους της νεότερης Ιστορίας, κι ένα επικίνδυνα νοσηρό δόγμα σύμφωνα με το οποίο στον πυρήνα κάθε ουσιαστικής ερωτικής σχέσης οφείλει να φωλιάζει η καταστροφή, η συμφορά κι ο θάνατος, αλλιώς ο έρωτας είναι «θέμα της κωμωδίας»!

Τον καιρό εκείνο είχα μόλις ξεκινήσει να αρθρογραφώ (ως αναγνώστης) στο «Βήμα». Έτσι, κάθισα και έγραψα ένα σύντομο άρθρο όπου συνόψιζα τις ενστάσεις μου πάνω στην «Γκέμμα». Παράλληλα, άρχισα να παρακολουθώ στο Διαδίκτυο videos με διαλέξεις του Λιαντίνη. Όσο γοητευτικός κι αν μου φάνηκε ο λόγος του, εντόπισα και κάποιες – κατά τη γνώμη μου – αντιπαιδαγωγικές θέσεις. Δημοσίευσα, έτσι, δύο αποσπάσματα λόγων του στο κανάλι μου στο YouTube συνοδευόμενα από αντίστοιχα κείμενα με προσωπικά σχόλια και παρατηρήσεις.

Οι αντιδράσεις που, διαχρονικά, έχω εισπράξει από φανατικούς θαυμαστές του Λιαντίνη λόγω των δημόσιων αυτών τοποθετήσεών μου, παραπέμπουν μάλλον σε θρησκευτικού τύπου φονταμενταλισμό, παρά σε νηφάλια, καλόπιστη και ορθολογική (έστω και όχι αναγκαία ακαδημαϊκή) ανταλλαγή απόψεων. Κατηγορήθηκα ως «εμπαθής» από συνειδήσεις που τις κυβερνούσε η εμπάθεια! Συνειδητοποίησα πως στο χώρο των πιστών του Λιαντίνη θεωρείται ανεπίτρεπτο (σχεδόν ιερόσυλο) ακόμα και να προφέρει κάποιος το όνομά του χωρίς παράλληλα να τον εξυμνεί! Συχνά εισέπραξα χλευαστικά έως υβριστικά σχόλια (ακόμα και στο άρθρο μου στο Aixmi, κάποιος αναγνώστης χαρακτήρισε ως «ανανδρία» την κριτική σε… τεθνεώτες!).

Μη θέλοντας να κουράσω άλλο τον αναγνώστη, ολοκληρώνω εδώ τη σύντομη «απολογία» μου για τους λόγους της περίπλοκης (και ίσως αμφίθυμης) μερικής διείσδυσής μου στο επικίνδυνα ελκυστικό σύμπαν του Δημήτρη Λιαντίνη. Δεν έγραψα το κείμενο ως απάντηση στους φανατικούς (γι’ αυτούς αδιαφορώ απόλυτα) αλλά σαν προσωπική κατάθεση στους φίλους και αναγνώστες που, ακόμα κι όταν διαφώνησαν μαζί μου, το έκαναν με όρους ειλικρινούς επικοινωνίας και όχι άκριτου κι απρόκλητου κανιβαλισμού που δεν τιμά, σε τελική ανάλυση, τη μνήμη του ειδώλου τους…

Ευχαριστίες: Ευχαριστώ τη Θάλεια Χρόνη, καθώς και τον συνάδελφο, καθηγητή Φιλοσοφίας Η. Τεμπέλη, για πολύ χρήσιμες συζητήσεις που συνέβαλαν στη συγγραφή των άρθρων για τον Δ. Λιαντίνη.

* Ο Κώστας Παπαχρήστου διδάσκει σε μεγάλα παιδιά πώς να (μην) παπαγαλίζουν τη Φυσική…

Aixmi.gr

Πέμπτη 12 Σεπτεμβρίου 2013

Η ζωή, ένα ταξίδι αυτογνωσίας…

Για κάποιους, η ζωή είναι απλά μια συλλογή εμπειριών. Για κάποιους άλλους, ένα ταξίδι αυτογνωσίας. Αναζητώντας ένα συμβιβασμό, θα λέγαμε πως η ζωή είναι ένα αυτογνωστικό ταξίδι δια μέσου των εμπειριών μας. Γιατί, ακόμα κι όταν προσπαθούμε να ξεκλειδώσουμε το Σύμπαν, αυτό που στ’ αλήθεια αναζητούμε είναι ο εσώτερος εαυτός μας. Αυτός που ήδη γνωρίζει τα πάντα, μόνο που εμείς, σε επίπεδο συνείδησης, δεν το γνωρίζουμε!

Από αυτή την άποψη, η ζωή είναι μια αποστολή και μια ευκαιρία: Ερχόμαστε σ’ έναν κόσμο φτιαγμένο από καθρέφτες. Αν δούμε μόνο τους καθρέφτες χωρίς να προσέξουμε το είδωλό μας, η αποστολή έχει αποτύχει και η ευκαιρία έχει χαθεί!

Κάθε μικρό βήμα στην αυτοσυνειδησία είναι μια υπέρβαση του εαυτού που γνωρίζαμε. Μα τα ερεθίσματα της εμπειρίας συχνά μας πλανεύουν με την απατηλή γοητεία τους. Και πέφτουμε στην παγίδα να δούμε το δάχτυλο αντί το φεγγάρι – τα επιφαινόμενα αντί της εσώτερης αλήθειας που υπεμφαίνουν. Έτσι η υπέρβαση ματαιώνεται, κι η γνώση του εαυτού (που είναι γνώση του κόσμου ολόκληρου) μένει μετέωρη. Κι εμείς μένουμε για πάντα παγιδευμένοι στον μικρόκοσμο των ψευδαισθήσεών μας, που μοιάζει τόσο αληθινός κάτω απ’ τη λάμψη των αστεριών…


Υπερβάσεις

(Σ’ αυτούς που τολμούν ν’ ανακαλύπτουν…)

Τον εαυτό σου αναζητάς
μες από μικρές, καθημερινές
υπερβάσεις…

Μες από σκοτεινές ματιές
που στάζουν αίμα
πάνω απ’ της πόλης τα φώτα…

Μες απ’ τους ήχους μυστικής καμπάνας
που αγκαλιάζουν πένθιμα την πόλη
σα νυχτώσει…

Μες από μύρια μικρά ξεθαρρέματα,
καθένα τους θαρρείς που είναι
το πρώτο και το τελευταίο…

Μες από παιδικά παραμύθια
σε μονοπάτια ώριμα ειπωμένα
που οδηγούν σε γεύσεις πρωτόγνωρες…

Μες από όρκους και υποσχέσεις
με ειλικρίνεια που δόθηκαν
μα ξέρεις δε θα τηρηθούν…

Μες απ’ το σπαραγμό
για ένα τέλος
κανείς που δεν τολμά να δώσει…

Μες απ’ τη θέα τού αύριο
που όλο αδυνατίζει
πίσω από τις ψευδαισθήσεις τού σήμερα…

(Ντίνος Πυργιώτης, ΑΠ’ ΤΟ ΝΗΣΙ ΤΟΥ ΝΑΥΑΓΟΥ )

Aixmi.gr